3/10/11

Η ελληνορωμαϊκή εποχή III


Η ελληνορωμαϊκή εποχή II


Η ελληνορωμαϊκή εποχή, 750 π.κ.χ.- 476 μ.κ.χ.


Προκλασικές εποχές, μέχρι το 750 π.κ.χ.



Αν και διαπιστώνονται ήδη από το 3000 π.κ.χ. (εποχή χαλκού, π.κ.χ.= προ κοινής χρονολόγησης) αρχικές μεταλλουργικές δραστηριότητες στις Κυκλάδες, δεν οδήγησαν αυτές στη δημιουργία υψηλού πολιτισμού, αντίστοιχου με εκείνους της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι οι θαλάσσιες μεταφορές δεν ήταν ακόμα γι' αυτό το λαό εύκολες ή δυνατές κι έτσι δεν υπήρχε ευκαιρία για ανάπτυξη του εμπορίου και μέσω αυτού, της συλλογής νέων γνώσεων για τις τεχνικές εξελίξεις, την οργάνωση της πόλης κ.ά. Οι πρώτοι πολιτισμοί που αναπτύσσονται στο σημερινό ελλαδικό χώρο είναι αυτοί της Κρήτης και των Μυκηνών. Και οι δύο έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: δεν σχετίζονται με κάποιο μεγάλο ποτάμι, όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά έχουν τη βάση τους σε εδάφη που σήμερα θα ονομάζαμε ξερικά. Αιτία αυτής της διαφοροποίησης είναι ότι ο ποταμός ως μέσο κυκλοφορίας και επικοινωνίας έχει αντικατασταθεί από τη θάλασσα του Αιγαίου.
Τόσο στα ομηρικά έπη, όσο και στους Ηρόδοτο και Θουκυδίδη αναφέρεται ότι διάφορες φυλές (πιθανόν Κάρες και Λέλεγες) είχαν αναπτύξει στην ανατολική Μεσόγειο ισχυρό πειρατικό στόλο, με αποτέλεσμα να έχει εξαπλωθεί η εξουσία τους στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Η δραστηριότητα αυτών των «κακούργων» (Θουκυδίδης) ανεστάλη με την ανάπτυξη της μινωικής ναυτικής δύναμης. Αυτές οι πληροφορίες μαρτυρούν ότι πρέπει να είχαν αναπτυχθεί εκείνους τους αιώνες ευέλικτα πλοία, με τα οποία οι πειρατές εκτελούσαν τις καταδρομικές αποστολές τους.
Στην Κρήτη και στις Μυκήνες, αλλά και στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν τα χάλκινα ή ορειχάλκινα τάλαντα ως μονάδα βάρους και πληρωμής. Πρόκειται για ένα κομμάτι μετάλλου με βάρος περί τα 25 κιλά που έχει το σχήμα προβιάς βοδιού, από την οποία έχουν αποκοπεί το κεφάλι και η ουρά. Είναι προφανές ότι οι προβιές ζώων αποτελούσαν προγενέστερες μονάδες πληρωμής και διατηρήθηκε αυτή η μορφή για να παραμένει ο συνειρμός με το μέσο πληρωμής.
Κνωσός
Περί το 2600 π.κ.χ. έρχονται στην Κρήτη σε διαδοχικά κύματα φυλές από τη Μικρά Ασία και τις περιοχές που σήμερα βρίσκονται η Συρία και ο Λίβανος. Πιθανόν να είναι Φοίνικες, ίσως όμως και άλλοι λαοί που απωθήθηκαν από τους Σουμέριους ή από τους διαδόχους τους στη Μεσοποταμία. Στην Κρήτη αναπτύχθηκε από αυτούς τους λαούς ο πρώτος υψηλός πολιτισμός στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος πολιτισμός ονομάζεται σήμερα  μινωικός. Αυτός ο πολιτισμός ανέπτυξε αυτοτελή συστήματα γραφής, αρχικά και από περίπου το 2000 ως το17ο αιώνα π.κ.χ., τη λεγόμενηιερογλυφική ή εικονογραφική γραφή (διαφορετική από εκείνη της Αιγύπτου) και στη συνέχεια τη γραμμική Α, τη γραμμική Β και την κυπρομινωική  Ο προσδιορισμός «μινωικός» προέρχεται από το μυθικό βασιλιά Μίνωα. Δεν έχει διευκρινιστεί, αν υπήρξε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν Μίνωας ονομαζόταν, έστω από μια εποχή και ύστερα, κάθε βασιλιάς που ανέβαινε στο θρόνο της Κρήτης, όπως συνέβαινε με το όνομα Φαραώ στην Αίγυπτο. Αυτή η δεύτερη εκδοχή θεωρείται από τους Ιστορικούς και η πιθανότερη.
Η μινωική εποχή χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την πρωτομινωική, τη μεσομινωική και την υστερομινωική. Η γραμμική γραφή Α χρησιμοποιήθηκε περίπου από το 1700 π.κ.χ. και για τρεις αιώνες.  τα σύμβολά της είναι συνδυασμοί γραμμών και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα. Η γραμμική γραφή Β είναι συλλαβογραφική και με αυτή αποδόθηκε η ελληνική γλώσσα εκείνης της εποχής, περίπου από το 1400 μέχρι το 1200 π.κ.χ. Σ' αυτή τη γραφή, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε στη δεκαετία του 1950, δηλώνει κάθε γράμμα μία ή περισσότερες συλλαβές, γεγονός που προκαλεί δυσκολίες στην ανάγνωση κειμένων. Η κυπρομινωική γραφή χρησιμοποιήθηκε περίπου στο χρονικό διάστημα 1500-1100 π.κ.χ. και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα.

Λίγο μετά το 2000 π.κ.χ. κατασκευάστηκαν τα μεγάλα ανάκτορα στην Κνωσό και στη Φαιστό, οι οποίες σταδιακά ανέλαβαν τον έλεγχο μεγάλων περιοχών της Κρήτης. Βρισκόμαστε ήδη στη μεσομινωική περίοδο, της οποίας η χρυσή εποχή τοποθετείται περίπου σε 2 αιώνες, 1700-1500 π.κ.χ. Το πολιτικό σύστημα που επικρατεί είναι η συγκεντρωτική βασιλική εξουσία με ισχυρές θεοκρατικές προσμίξεις, όπως και στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς αντλεί την εξουσία του από το θεό και γι' αυτό δεν δίνει λογαριασμό στους θνητούς, οι οποίοι όμως υφίστανται την πολιτική του. Αυτή η πρωταρχική αντίληψη περί θεόσταλτης εξουσίας υιοθετήθηκε από όλα σχεδόν τα μεταγενέστερα πολιτικά συστήματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις και ξεπεράστηκε οριστικά με το Διαφωτισμό και τη γαλλική επανάσταση, περί τα 3.000 χρόνια αργότερα. 
Κατά την πρωτομινωική εποχή ιδρύονται οικισμοί στα ανατολικά του νησιού και στη συνέχεια στην κεντρική Κρήτη. Ο λαός που εγκαταστάθηκε και αναπτύχθηκε εδώ είχε γνώσεις της ναυτικής τέχνης, οργάνωσε ασφαλή λιμάνια και αξιοποίησε το θαλάσσιο πλούτο. Πιθανόν λόγω αυτού του προσανατολισμού προς τις θαλάσσιες δραστηριότητες, δεν ενδιαφέρθηκαν οι Κρητικοί αυτής της εποχής να οργανώσουν ένα κεντρικό κράτος, γι' αυτό διατηρήθηκαν σε λειτουργία και αναπτύχθηκαν παράλληλα πολλά αστικά κέντρα. Στον αγροτικό τομέα είναι βέβαιο ότι οι Κρήτες καλλιέργησαν δημητριακά, αλλά επίσης ελαιόδεντρα και αμπέλια, τα οποία ευδοκιμούν και σε λιγότερο εύφορα εδάφη.

Το αναπτυγμένο μινωικό κράτος στηρίζεται στην κυριαρχία των θαλασσών και μέσω αυτής στο εμπόριο με τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου. Η ναυτική δραστηριότητα συνδέεται με τη δημιουργία «αποικιών», κυρίως στην περιοχή του Αιγαίου και ειδικότερα στις Κυκλάδες. Πολύ σημαντικά είναι επίσης τα επιτεύγματα του μινωικού πολιτισμού στα δομικά έργα. Κατά μήκος του νησιού κατασκευάστηκε δρόμος με σταθερό υπόστρωμα, κάτι που επιβεβαιώνει την αυξημένη εσωτερική επικοινωνία. Τα ανάκτορα που κτίζονται σε διάφορα αστικά κέντρα του νησιού, είναι πολυώροφα, καλλιτεχνικά διακοσμημένα και δαιδαλώδη. Μεγαλύτερο και σημαντικότερο από αυτά είναι το ανάκτορο της Κνωσού, με τέσσερις ορόφους σε έκταση περί τα 22.000 τετραγωνικά μέτρα. Η δαιδαλώδης κατασκευή του είναι πιθανόν να δημιούργησε στους μεταγενέστερους Έλληνες το μύθο του λαβύρινθου. Στα ανάκτορα της Κνωσού υπάρχει σύστημα παροχής νερού και αποχέτευσης και μεγάλος αριθμός πιθαριών για αποθήκευση τροφών κ.ά. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των ανακτόρων αυτής της εποχής στην Κρήτη είναι ότι δεν έχουν κτιστεί σταδιακά, με προσθήκες κατά εποχές, αλλά με ενιαία κατασκευή βάσει προμελετημένων αρχικών σχεδίων. Λεπτομέρειες για κατασκευαστικά θέματα και αρχιτεκτονικές επιλογές αυτών των ανακτόρων διαπιστώνει κάθε επισκέπτης στα αναστυλωμένα ανακτορικά ερείπια () και στα διάφορα μουσεία (Ηράκλειο (), Αθήνα). Εκτιμάται ότι κατά τη χρυσή εποχή του Μινωικού κράτους, η Κνωσός είχε περί τους 80-100 χιλιάδες κατοίκους.
Αν και ο μινωικός πολιτισμός βρισκόταν σε συνεχή ανταλλαγή προϊόντων και ιδεών με την Αίγυπτο, διαπιστώνουμε ότι οι παραστάσεις σε τοίχους και πιθάρια ξεφεύγουν από το αυστηρό και άκαμπτο των αιγυπτιακών και έχουν χάρη και κίνηση. 'Ανθρωποι και ζώα παριστάνονται με φυσικό τρόπο, νεαροί που πηδάνε πάνω από τον ταύρο, σκυλιά που κυνηγάνε κάπρους κ.ο.κ.
Στην υστερομινωική εποχή κυριαρχεί ο ισχυρός κρητικός στόλος σε όλες τις ακτές της ανεπτυγμένης Μεσογείου, από τη Μικρά Ασία, μέχρι τη Σικελία και την Ισπανία. Ξαφνικά φαίνεται όμως να επέρχεται στην Κρήτη η καταστροφή. Κατά τις σύγχρονες ανασκαφές ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι σε πολλά σημεία του νησιού αλλεπάλληλα ίχνη καταστροφών, καταρρεύσεις και πυρκαγιές, με ασαφείς ενδείξεις διαφορετικών χρονολογιών. Είναι άγνωστο ποια γεγονότα προκάλεσαν την καταστροφή των ανακτόρων της Κνωσού. Ίσως να οφείλεται σε επιδρομές Αχαιών από την Πελοπόννησο που είχαν εντωμεταξύ εμφανιστεί στο προσκήνιο της Ιστορίας, ίσως όμως αλλεπάλληλοι σεισμοί και συνεπακόλουθες πυρκαγιές να ήταν οι κυριότερες αιτίες. Μία άλλη εκδοχή είναι ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), ίχνη από την τέφρα του οποίου έχουν εντοπιστεί τη σύγχρονη εποχή ακόμα και στους πάγους του βόρειου πόλου, προκάλεσε, μαζί με ένα ισχυρό παλιρροϊκό κύμα (τσουνάμι), μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές, πιθανόν και την οριστική εξαφάνιση του μινωικού πολιτισμού. Νεότερες γεωλογικές αναλύσεις αλλά και οι μελέτες στα δένδρα της Βρετανίας (χρονολόγηση με εξέταση ετήσιων δακτυλίων των κορμών), δείχνουν όμως ότι η έκρηξη του ηφαιστείου πρέπει να συνέβη πριν από την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού.
Πέρα από αυτά, από πινακίδες με κείμενα στη γραφή γραμμική Β που έχουν βρεθεί στην Κρήτη συμπεραίνεται ότι στα ανάκτορα της Κνωσού κυβερνούσαν στα χρόνια 1400-1200 π.κ.χ., δηλαδή μετά τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου, άνθρωποι που είχαν έρθει από την ηπειρωτική Ελλάδα, πιθανότατα Αχαιοί. Περίπου από το 1100 π.κ.χ. και μετά φτάνουν στο νησί Δωριείς. Γι' αυτό παραμένει ακόμα ένα αίνιγμα, αν οι νεότεροι κυβερνήτες κυριάρχησαν σε μια χώρα που τη βρήκαν ερειπωμένη ή την ερείπωσαν πρώτα με πολεμικές ενέργειες και μετά την εξουσίασαν. Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο μινωικός πολιτισμός δεν παρουσίασε αξιοσημείωτες τεχνικές καινοτομίες, αλλά κινήθηκε στα ίχνη των «μεγάλων δυνάμεων», Μεσοποταμίας και Αιγύπτου, με τις οποίες βρισκόταν διαρκώς σε επαφή, εισάγοντας παράλληλα αξιόλογες βελτιώσεις στον οικοδομικό τομέα.
Ακρωτήρι
Τα νησιά του Αιγαίου επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το μινωικό πολιτισμό, πράγμα που διαπιστώνεται ιδιαίτερα στη Θήρα. Εκεί ανακαλύφθηκε στην περιοχή του Ακρωτηρίου ένας οικισμός, ο οποίος καταστράφηκε μάλλον από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου. Στον οικισμό αυτόν με τα πολυώροφα κτήριά του, δεν έχουν βρεθεί ίχνη νεκρών, ανθρώπων ή ζώων, πράγμα που σημαίνει ότι οι κάτοικοι τον εγκατέλειψαν έγκαιρα και συστηματικά, ερμηνεύοντας σωστά τα προμηνύματα της έκρηξης του ηφαιστείου. Οι πρώτες εγκαταστάσεις στο Ακρωτήρι χρονολογούνται από τους τελευταίους αιώνες της νεολιθικής εποχής (τουλάχιστον από την 4η χιλιετία π.κ.χ.) Κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού (3η χιλιετία π.κ.χ.) υπήρχε ήδη ο οικισμός στο Ακρωτήρι. Κατά τη μέση και την πρώιμη ύστερη εποχή του χαλκού (20ος-17ος αιώνας π.κ.χ.) ο οικισμός αυτός επεκτάθηκε και αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα και λιμάνια του Αιγαίου. Η μεγάλη έκταση του οικισμού (περίπου 200 στρέμματα), η άριστη πολεοδομική του οργάνωση, το αποχετευτικό δίκτυο, τα περίτεχνα πολυόροφα κτήριά του με τον έξοχο τοιχογραφικό διάκοσμο, τα διακοσμημένα με γεωμετρικά σχήματα δοχεία και πιθάρια, την πλούσια επίπλωση και οικοσκευή μαρτυρούν για τη μεγάλη του ανάπτυξη. Τα ποικίλα εισηγμένα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτήρια, δείχνουν πόσο ευρύ ήταν το πλέγμα των εξωτερικών σχέσεων του Ακρωτηρίου. Φαίνεται να διατηρούνταν στενές σχέσεις με τη μινωική Κρήτη, αλλά υπήρχε επικοινωνία και με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τη Δωδεκάνησο, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο.
Στα ευρήματα που έχουν εντοπισθεί μέχρι τώρα στον οικισμό του Ακρωτηρίου, περιλαμβάνονται μεγάλα πέτρινα σφυριά βάρους μέχρι 15 κιλά, βαριά αμόνια, σκουριές και άλλα κατάλοιπα από την τήξη μετάλλων, μια τσιμπίδα μεγάλων διαστάσεων, ένα φυσερό για την ενίσχυση της φωτιάς, μήτρες για την κατασκευή βαριδιών για τα δίχτυα και ένα πρωτότυπο καμινέτο, μάλλον για την επεξεργασία λεπτών μεταλλικών αντικειμένων.

Οι τοιχογραφίες του οικισμού στο Ακρωτήρι έχουν διατηρηθεί ικανοποιητικά και παριστάνουν φυτά, ζώα, παιδιά που παίζουν και γυναίκες σε εντυπωσιακές στάσεις και με έντονα χρώματα. Μία επίσης εντυπωσιακή τοιχογραφία μήκους 7 μέτρων δείχνει παραλιακή τοποθεσία με πολλούς οικισμούς και πλοία στην ανοικτή θάλασσα. Η μελέτη αυτών των παραστάσεων δίνουν στο σημερινό ερευνητή σημαντικές πληροφορίες για τον πολιτισμό της μινωικής εποχής και τις ασχολίες των κατοίκων.
Μετά την καταστροφή του οικισμού στο Ακρωτήρι από την έκρηξη του ηφαιστείου, η Θήρα κατοικήθηκε πάλι περί το 700 π.κ.χ. (αρχαία Θήρα) στην κορυφή βραχώδους συμπλέγματος. Πιθανότατα οι κάτοικοι αυτοί που είχαν σπαρτιάτικη προέλευση, αγνοούσαν ότι πριν από σχεδόν 1000 χρόνια είχε αναπτυχθεί ένας σημαντικός πολιτισμός στο ίδιο νησί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα.





Μυκήνες
Περίπου από το 1500 π.κ.χ. αναλαμβάνει η πόλη των Μυκηνών () ηγεμονικό ρόλο στις εξελίξεις. Ξεκινώντας από ένα βραχώδη σχηματισμό της Πελοποννήσου, μεταξύ Κορίνθου και Ναυπλίου, εξελίχθηκαν οι Μυκήνες σε εξουσιαστή της ανατολικής Μεσογείου. Ήταν περισσότερο οχυρό παρά πόλη, τοποθετημένη στο βορειοανατολικό τμήμα του Αργολικού κάμπου όπου έλεγχε το δρόμο από την υπόλοιπη Πελοπόννησο προς την Κόρινθο. Αν και η κοινωνία τους ήταν απομονωμένη από επιρροές και επιθέσεις ξένων λαών, είναι ευδιάκριτες οι αρχικές επιδράσεις από την Αίγυπτο και την Κρήτη. Με την πάροδο του χρόνου διευρύνθηκε ο κύκλος των λαών που συναλλάσσονταν εμπορικά με τους Μυκηναίους εμπόρους. Γύρω από την πόλη κτίστηκε ογκώδες τείχος με σήραγγα και χώρους αποθεμάτων. Ο ιστορικός και περιηγητικής Παυσανίας (110-180 μ.Χ.) πού γνώρισε τις Μυκήνες εγκαταλειμμένες, αναφέρει ότι τα τείχη της πόλης ήταν έργο των Κυκλώπων. Οι Μυκηναίοι κατασκεύασαν επίσης δρόμους και γέφυρες, μερικές από τις οποίες διατηρούνται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό δομικό στοιχείο των Μυκηνών ήταν το τριγωνικό τόξο, όπως έχει διασωθεί στην πύλη των λεόντων, το οποίο όμως ήταν σε χρήση και στη Μεσοποταμία. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή οι τροχοί των αρμάτων έχουν ήδη ακτίνες.


Μυκήνες, πύλη των λεόντων (Πάτημα με το ποντίκι εμφανίζει φωτογραφίες από Μυκήνες-Τίρυνθα)
'Αλλες τεχνικές δραστηριότητες στα χρόνια κυριαρχίας των Μυκηνών αφορούν τον αγροτικό τομέα και σχετίζονται με κατασκευές για διευκόλυνση της άρδευσης αγρών και περιορισμό απωλειών του νερού. Επίσης έγιναν διευθετήσεις της ροής ποταμών και κατασκευάστηκαν φράγματα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι τα εκτεταμένα έργα αποξήρανσης μιας πεδιάδας στην Αρκαδία με τη μετάθεση της κοίτης του ποταμού Όλβιου, είχαν εκτελεστεί από τον Ηρακλή. Πέρα από τα συστήματα εκμετάλλευσης των υδάτων και τα έργα άρδευσης και ύδρευσης από τους Μυκηναίους στην Πελοπόννησο, υπάρχουν και τα πολύ σημαντικά αποστραγγιστικά έργα των Μινύων του 14ου και 13ου αιώνα π.κ.χ. στη Βοιωτία και τη Θεσσαλία. Οι Μινύες, ένας προϊστορικός λαός που σχετίζεται και με την Αργοναυτική εκστρατεία, δημιούργησαν και εκμεταλλεύτηκαν ένα κολοσσιαίο για την εποχή σύστημα έργων ύδρευσης και αποστράγγισης για να ελέγχουν τη δημιουργία λιμνών στη Βοιωτία.
Τα έργα αυτά στην περιοχή της Κωπαΐδας περιελάμβαναν:
  • την εκτροπή υπερχειλίσεων υδάτων του βοιωτικού Κηφισού με διώρυγες πλάτους 40-60 μέτρων προς το ανατολικό μυχό της λίμνης, όπου μια συγκεντρωτική τάφρος τα διοχέτευε στις καταβόθρες,
  • την τροφοδοσία οικισμών και αγροτικών γαιών κατά τους θερινούς μήνες με ωφέλιμο νερό και
  • τη δημιουργία εσωτερικής ναυσιπλοΐας και μεταφορικής οδού από τον Ορχομενό στο λιμάνι της σημερινής Λάρυμνας.
Ο Όμηρος αναφέρει για τις 12 «πόλεις» (οικισμούς) της Κωπαΐδας ότι ήταν «... χωριά βουτηγμένα στον πλούτο.» Ο Παυσανίας είδε και περιέγραψε (8.23.2) τα έργα της Κωπαΐδας που λειτουργούσαν κατά την επίσκεψή του ήδη για πάνω από 2.000 χρόνια. (Jost Knauss: «Προϊστορικά εγγειοβελτιωτικά έργα» στο περιοδικό «Αρχαιολογία», βλέπε βιβλιογραφία) Ένα εξαίρετο δείγμα μυκηναϊκής μεταλλοτεχνίας αποτελεί η χάλκινη πανοπλία που βρέθηκε το έτος 1960 στα Δενδρά της Μιδέας. Πρόκειται για τη μοναδική ακέραιη πανοπλία από εκείνη την εποχή που χρονολογείται από το 15ο αιώνα π.κ.χ. και η οποία εκτίθεται τώρα στο αρχαιολογικό μουσείο του Ναυπλίου. Αποτελείται από έξι τμήματα (περιλαίμιο, επώμια, θώρακα και αρθρωτό τμήμα από τρεις ζωστήρες) και έχει συνολικό βάρος 15 κιλών. Εικάζεται ότι αυτό το βάρος πρέπει να έκανε τη συγκεκριμένη πανοπλία δύσχρηστη στο πεδίο της μάχης και μάλλον τη χρησιμοποιούσαν για περιπτώσεις που απαιτείτο «επίδειξη κύρους», δηλαδή για εκφοβισμό των αντιπάλων...

Ο μυκηναϊκός πολιτισμός καταστράφηκε αιφνίδια περί το 1200 π.κ.χ. από αίτιο που επηρέασε σχεδόν όλο τον ανατολικό μεσογειακό χώρο. Παλαιότερα θεωρείτο ως αίτιο αυτής της καταστροφής η προέλαση των Δωριέων, αργότερα υιοθετήθηκε η άποψη ότι οι λαοί της θάλασσας που νίκησαν κατά κράτος σε ναυμαχία στις εκβολές του Νείλου τον Ραμσή ΙΙΙ (1193-1162 π.κ.χ.), επεξέτειναν την καταστροφική δραστηριότητά τους και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Την ίδια περίπου εποχή καταρρέει η αυτοκρατορία των Χεταίων, γεγονός που φαίνεται ότι προκάλεσε κενό εξουσίας και εκτεταμένες ανακατατάξεις με μετακινήσεις και πολεμικές επιχειρήσεις σε όλη την ανατολική Μεσόγειο.
Και για τις δύο εκδοχές λείπουν βέβαια ευρήματα, όπως επίσης δεν υπάρχουν πληροφορίες, ποιοι ήταν οι αναφερόμενοι σε πολλούς θρύλους ως λαοί της θάλασσας. Η εκτίμηση για κατάρρευση της μυκηναϊκής καθεστηκυίας τάξης και καταστροφής του πολιτισμού λόγω της εμφάνισης των Δωριέων στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν όπλα από ορείχαλκο, ενώ οι Δωριείς ήδη σιδερένια.
Σημειώνουμε ακόμα, με αυτή την ευκαιρία, ότι οι Δωριείς δεν φαίνεται να έφτασαν στον ελλαδικό χώρο προερχόμενοι κάπου από το «βορρά», όπως είχε υποτεθεί παλαιότερα, αλλά μάλλον κατέβηκαν από τα βουνά του ελλαδικού χώρου. Εκεί ήταν ο τόπος διαβίωσής τους αλλά πιθανόν αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν λόγω περιβαλλοντικών μεταβολών. Η εκδοχή της προέλευσης από κάποιες βόρειες χώρες δεν τεκμηριώνεται από ευρήματα που έπρεπε να υπάρχουν στη σταδιακή οικογενειακή κάθοδό τους στις θερμότερες νότιες περιοχές της Βαλκανικής.
Μία τρίτη εκδοχή για την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι αυτή της «λαϊκής επανάστασης» κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ενάντια στην εκμετάλλευση και καταπίεση της άρχουσας τάξης. Αν ευσταθεί αυτή η εκδοχή, πρέπει η επανάσταση και ο συνεπακόλουθος εμφύλιος πόλεμος να οδήγησε σε μια ολοκληρωτική ισοπέδωση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, γιατί δεν αναδείχθηκε στον ελλαδικό χώρο κάποιο νέο κέντρο εξουσίας και πολιτισμού. Οι ελληνικές κοινωνίες περιέπεσαν πάλι σε φτώχια και παρακμή σε σχέση με τις συνθήκες ζωής άλλων λαών της ανατολικής Μεσογείου.
Οι ερευνητές του 21ου αιώνα δεν είναι βέβαιοι ότι ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών () ταυτίζεται με το μυκηναϊκό κέντρο εξουσίας που περιγράφει ο Όμηρος. Ήδη κατά την κλασική ελληνική και κατά την ελληνιστική εποχή, μια χιλιετία και περισσότερο από την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι τότε ερευνητές και περιηγητές δεν ήταν σε θέση να εντοπίσουν πόλεις και επαρχίες που ανέφερε ο Όμηρος και οι οποίες θεωρούνταν ήδη τότε «αρχαίες». Σε διάφορες περιοχές και σε ερειπωμένες πόλεις δίνονταν λοιπόν ομηρικές ονομασίες, με εικασίες που δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται πάντα από τα ευρήματα και από τις εκτιμήσεις των σημερινών αρχαιολόγων.
Ο σίδηρος
Ο σίδηρος είναι πολύ διαδεδομένο υλικό στο φλοιό της Γης (το δεύτερο μετά το αργίλιο), δεν εμφανίζεται όμως σε ελεύθερη μεταλλική μορφή παρά μόνο σε διάφορες ενώσεις, κατά κανόνα σε οξείδια. Η έναρξη χρήσης του σιδήρου φαίνεται να έγινε με την αξιοποίηση μετεωριτών, οι οποίοι περιέχουν σίδηρο σε ελεύθερη μεταλλική μορφή. Το μέταλλο ήταν μάλλον γνωστό ήδη στους Σουμέριους, οι οποίοι το ονόμαζαν ουράνιο μέταλλο, οι δε Αιγύπτιοι μαύρο ουράνιο χαλκό. Οι Χεταίοι στη Μικρά Ασία γνώριζαν και επεξεργάζονταν το σίδηρο ήδη από τον 13ο αιώνα π.κ.χ. Επειδή στις περιοχές που αναπτύχθηκαν οι παλαιοί πολιτισμοί δεν βρέθηκαν υπολείμματα μετεωριτών, συμπεραίνεται ότι οι λαοί σ' αυτές τις περιοχές αξιοποίησαν τον «εξ ουρανού» σίδηρο που είναι πιο σκληρός από τον ορείχαλκο, για να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα.

Σιδερένια εργαλεία καθημερινής χρήσης από την περιοχή της Ολυμπίας  
Σίγουρα θα είχαν γίνει πολλές και διάφορες προσπάθειες για την εκμετάλλευση του σιδήρου, μόνο που αυτό δεν κατέστη δυνατόν πριν από την εποχή περί το 1200 π.κ.χ., γιατί η τήξη του σιδήρου από το σιδηρομετάλλευμα απαιτεί μια θερμοκρασία 1535 οC, την οποία οι παλαιότεροι μεταλλουργοί δεν ήταν σε θέση να πετύχουν. Σημειώνουμε εδώ ότι για την τήξη του χαλκού αρκούν 1083 οC και φαίνεται ότι η επεξεργασία αυτού του μετάλλου άρχισε πριν από 8.000 χρόνια περίπου, όταν κατά το ψήσιμο κεραμικών στους 1200 οC προέκυψε ρευστός χαλκός. Η έναρξη της εποχής του σιδήρου στον ελλαδικό χώρο τοποθετείται περί το 1200 π.κ.χ., όταν επετεύχθη τήξη του μετάλλου και η κατασκευή των πρώτων εργαλείων ή όπλων από σίδηρο.
Ο σίδηρος που προέκυψε εκείνες τις χιλιετίες ήταν αρκετά σκληρότερος από το καθαρό στοιχείο Fe, γιατί στο προϊόν υπήρχαν προσμίξεις άνθρακα. Σήμερα γνωρίζουμε και από το 19ο αιώνα αξιοποιείται συστηματικά, ότι με τις προσμίξεις άνθρακα στο σίδηρο προκύπτει το κράμα που ονομάζεται χάλυβας ή ατσάλι. Στους Αρχαίους προέκυπτε ο «χάλυβας» λόγω του άνθρακα που περιεχόταν στα διάφορα υλικά του μεταλλεύματος, ο οποίος άνθρακας κατά ένα μέρος παρέμενε στο σίδηρο και τον έκανε σκληρό. Αυτό το είδος σκληρού σιδήρου άρχισε να παράγεται σε ικανές ποσότητες περίπου από το 1000 π.κ.χ. Γι' αυτό κατά διάφορες απόψεις πρέπει αυτή η χρονολογία να θεωρείται το ορόσημο για την έναρξη της εποχής του σιδήρου στον ελλαδικό χώρο.
Οι σκοτεινοί αιώνεςΑν και η εποχή μετά την καταστροφή των Μυκηνών ονομάζεται στην Αρχαιολογία «εποχή των σκοτεινών αιώνων» (~1200-800 π.κ.χ., dark age), επειδή λείπουν σαφείς πληροφορίες για τις εξελίξεις σ' αυτά τα χρόνια, υπάρχει η πεποίθηση, τόσο από τη λογική των πραγμάτων, όσο και από μεμονωμένα ευρήματα, ότι ο πολιτισμός που ονομάστηκε μυκηναϊκός και δέσποσε για περίπου 300 χρόνια στην ανατολική Μεσόγειο, συνέχισε να διατηρείται σε διάφορες τοποθεσίες, μακρύτερα από τα κέντρα της παλιάς εξουσίας. Έτσι υπάρχουν σχετικά ευρήματα στο Λευκαντί της Εύβοιας, όπου διαπιστώνονται εισαγωγές προϊόντων από την Ανατολή σε μια πρώιμη φάση. Τα κεραμικά σκεύη είναι εδώ ήδη υψηλής ποιότητας με πρωτο-γεωμετρικές διακοσμήσεις, γεγονός που δείχνει την έναρξη σταθερών χειρονακτικών δραστηριοτήτων κοντά στην Αττική.
Οι οικισμοί στον ελλαδικό χώρο ήταν κατά τους «σκοτεινούς αιώνες» λίγοι και περιορισμένης έκτασης με μικρό αριθμό κατοίκων. Τα ευρήματα πείθουν ότι υπήρξε μία σταδιακή μείωση του αριθμού οικισμών μέχρι τον 11ο π.κ.χ. αιώνα και στη συνέχεια μια σταδιακή αύξηση. Η γνώση της μυκηναϊκής γραφής που φαίνεται να χρησίμευε κυρίως για διοικητικούς σκοπούς, χάθηκε με την καταστροφή του πολιτισμικού κέντρου. Έτσι χάθηκε για τους πληθυσμούς στον ελλαδικό χώρο ένα αναντικατάστατο εργαλείο επικοινωνίας και εκπολιτισμού. Ταυτόχρονα υπεχώρησε η μεταλλουργική δραστηριότητα, μάλλον επειδή διακόπηκαν οι εισαγωγές μεταλλευμάτων από την Ανατολή και δεν υπήρχε τεχνογνωσία για την εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλευμάτων από το ελλαδικό υπέδαφος. Έτσι εξηγείται και η απουσία αξιόλογων μεταλλικών αντικειμένων στα ευρήματα της περιόδου 1200-900 π.κ.χ.

Ακριβώς αυτή την εποχή της παρακμής φαίνεται να αρχίζει όμως στην Ελλάδα η εποχή του σιδήρου, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Αυτό το πέρασμα από το χαλκό στο σίδηρο αποτελεί για τον ελλαδικό χώρο ένα άλμα στη νέα εποχή, παρά την οικονομική και πολιτισμική υποχώρηση.

Επειδή αυτούς τους αιώνες δεν υπήρχαν στην Ανατολή αξιόλογες δυνάμεις που θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να επιβληθούν στον ελλαδικό χώρο, διαπιστώνεται μια σταδιακή εξάπλωση ελληνικών φύλων στα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι μετετράπη με την πάροδο των αιώνων το Αιγαίο, το οποίο στα νότια οριοθετείται από τη Ρόδο, την Κάρπαθο και την Κρήτη, σε ελληνική θάλασσα. Αυτή η κυριαρχία αμφισβητήθηκε συστηματικά από τους Πέρσες περίπου 500 χρόνια αργότερα και καταλύθηκε, αρχικά από τους Ρωμαίους μετά από περίπου 9 αιώνες και από τους Οθωμανούς μετά από 2.500 χρόνια. Οι Έλληνες έμειναν στη Μικρά Ασία από την Αρχαιότητα συνεχώς, επί περίπου 3.000 χρόνια, μέχρι το 1922, οπότε ηττήθηκε το νεοελληνικό κράτος κατά τη λεγόμενημικρασιατική εκστρατεία και εκδιώχθηκαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί.
Προελληνική αστρονομία



Οι σημαντικότεροι συσχετισμοί του ομηρικού κειμένου με τεχνικά θέματα αφορούν στο γεωργικό τομέα και κυρίως στην εκτροφή ζώων. Σε πολλά σημεία περιγράφεται η βοσκή μεγάλων κοπαδιών αιγοπροβάτων και βοοειδών σε υψίπεδα ή σε παραλιακές περιοχές, καθώς επίσης η εκτροφή αρνιών και μοσχαριών σε οικιακές αυλές. Πέρα από αυτά, συχνά περιγράφονται το όργωμα, η σπορά και ο θερισμός δημητριακών. Σε πολλά σημεία εστιάζει δε ο ποιητής την προσοχή του, όχι στη δραστηριότητα των ανθρώπων, αλλά στον κόπο των ζώων. Έτσι στην ωδή (13,703) γίνεται αναφορά σε δύο κοκκινωπούς ταύρους που σέρνουν το δυνατό αλέτρι στο έδαφος και ο ιδρώτας κυλάει από τις ρίζες των κεράτων τους... Ή στην ωδή (5,499) όπου περιγράφεται ο διαχωρισμός των σπόρων από τα σκύβαλα κατά το λίχνισμα, πράγμα που υλοποιείται, όπως γράφει ο ποιητής, με την παρέμβαση μιας θεάς. Όπου δεν επαρκούν οι γνώσεις για την εξήγηση ενός φυσικού φαινομένου ή μιας τεχνικής διεργασίας, εισάγεται ένα πνεύμα ή ένας θεός για να βοηθήσει στην ερμηνεία.
Από τις χειρονακτικές εργασίες που περιγράφει ο Όμηρος δεσπόζουν αυτές του μαραγκού, ο οποίος είναι αρμόδιος για τη ναυπηγική, την κατασκευή αμαξών και της στέγης οικοδομών. Σ' αυτό το πλαίσιο περιγράφονται επίσης τα εργαλεία των τεχνιτών και ο τρόπος χρήσης τους, όπως ο πέλεκυς, το δράπανο κ.ά. Για παράδειγμα, στην ωδή (15,410) περιγράφεται η επιδεξιότητα του μάστορα να τοποθετεί ζυγιασμένα τα καδρόνια του σκάφους, πράγμα που οφείλεται στη διδασκαλία της Αθηνάς. Εκτός του μαραγκού και ο σιδεράς έχει την τιμητική του, καθώς «σβήνει» το πυρακτωμένο μέταλλο σε κρύο νερό. Η σκλήρυνση (βαφή) του σιδήρου ήταν λοιπόν γνωστή ήδη στους ομηρικούς χρόνους...
Η συνεχής σύγκριση στην Ιλιάδα των πολεμικών ενεργειών μπροστά στο τείχος της Τροίας με χειρονακτικές επαγγελματικές δραστηριότητες, δηλώνει ότι το ακροατήριο του ποιητή ενδιαφέρεται γι' αυτές τις συγκρίσεις και γνωρίζει επαρκώς τα διάφορα αγροτικά και τεχνικά επαγγέλματα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται κάθε φορά. Στη 18η ωδή περιγράφεται η κατασκευή της πανοπλίας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο. Η εργασία του ολύμπιου θεού περιγράφεται ρεαλιστικά, σαν να επρόκειτο για ένα γνωστό επιδέξιο σιδερά. Μάλιστα, οι κατασκευές από τα θεϊκά χέρια έχουν και απρόσμενες ιδιότητες: Στην ωδή (18,372) περιγράφεται πώς 20 τρίποδα που κατασκευάζει ο Ήφαιστος, εφοδιασμένα με χρυσές ρόδες, κινούνται αυτοδύναμα ...
Μόνο με το αποτέλεσμα του έργου του, μια πανοπλία που κάνει το χρήστη της περίπου ακατανίκητο, διαφοροποιείται ο θεός από τον άνθρωπο και δεν χρειάζεται άλλες επινοημένες ιδιότητες. Κι ενώ ο Αχιλλέας δεν μπόρεσε να πολεμήσει εναντίον του Έκτορα, ο οποίος είχε προ ολίγου σκοτώσει τον επιστήθιο φίλο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο, μόλις ο Ήφαιστος ετοίμασε την πανοπλία, απέκτησε ο ήρωας δυνάμεις και θάρρος και παρουσιάστηκε στη μάχη. Πέρα από τη γλαφυρότητα της ιστορίας, αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι ο πολεμιστής στηρίζεται στον τεχνίτη για να μπορέσει να επιτελέσει την αποστολή του. Ο φόβος και ο τρόμος που προκαλεί η εμφάνιση του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης οφείλεται κυρίως στην πανοπλία που φοράει και στα όπλα που κρατάει.
Διαφορετικά από τον Αχιλλέα, ο Οδυσσέας είναι αναγκασμένος να εκτελεί και τεχνικά έργα για να ξεπεράσει τα προβλήματα κατά την επιστροφή του. Για να διαφύγει από τη νύφη Καλυψώ, η οποία τον κρατάει στο νησί της, ο Οδυσσέας κατασκευάζει ένα πλοίο. Στα σχετικά σημεία του έπους περιγράφει ο Όμηρος όλες τις διαδικασίες κατασκευής, από το κόψιμο των δέντρων και την επεξεργασία του ξύλου, μέχρι τη συναρμολόγηση του καταρτιού και την τοποθέτηση του πανιού. Ο Οδυσσέας γνωρίζει, εκτός από τις διαδικασίες κατασκευής και τη χρήση των εργαλείων, πράγμα που εξυπηρετεί μεν την οικονομία της διήγησης, δεν φαίνεται όμως να παραξενεύει τους ακροατές ή αναγνώστες του έργου εκείνης της εποχής.
Επίσης, κατά την επιστροφή του ήρωα στην Ιθάκη επιστρατεύονται οι χειρονακτικές ικανότητες για να αναγνωρίσει η Πηνελόπη τον άντρα της. Ο Οδυσσέας περιγράφει στη γυναίκα του, πώς αξιοποίησε μια παλιά ελιά ως πάσαλο για να στηρίξει σταθερά το κρεβάτι, πώς κατασκεύασε μόνος τις ξύλινες πόρτες του σπιτιού (ανάκτορο θα ήταν προφανώς), διακόσμησε τα έπιπλα με χρυσό, ασήμι και ελεφαντόδοντο ... Όλες αυτές οι εργασίες περιγράφονται με διάφορες λεπτομέρειες και δείχνουν το επίπεδο επιδεξιότητας των τεχνιτών της εποχής αλλά και το επίπεδο κατανοήσεως του ακροατηρίου κατά την περιγραφή τεχνικών εργασιών.
Η τοποθέτηση του ποιητή απέναντι στον πολιτισμό φαίνεται από τη συνάντηση του Οδυσσέα, αφενός με τον απολίτιστο Κύκλωπα και, αφετέρου, με τους Φαίακες, εκπροσώπους της πόλης. Οι Κύκλωπες περιγράφονται ως (9, 107) « ...εμπιστευόμενοι τους θεούς, ποτέ δεν σπέρνουν ή θερίζουν και ποτέ δεν καλλιεργούν τη γη ... Δεν έχουν νόμους και δημόσιες συναθροίσεις αλλά κατοικούν στις κορυφές ψηλών βουνών, καθένας δημιουργεί αυθαίρετα οικογένεια και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τους άλλους...» Προφανώς ο Κύκλωπας δεν είναι κανένα εξωγήινο πλάσμα κι ας περιγράφεται ως μονόφθαλμος, αλλά ένας συνηθέστατος άξεστος και απολίτιστος άνθρωπος, τον οποίο θα μπορούσε να συναντήσει κάποιος και στον 21ο αιώνα.

Ο Όμηρος θεωρεί την απουσία συστηματικής καλλιέργειας και τη διασκορπισμένη κατοίκηση στα βουνά ως έλλειψη πολιτισμού. Όλα αυτά μεταφράζονται σε απουσία τεχνικών δεξιοτήτων που χαρακτηρίζουν ένα ξένο λαό, π.κ.χ. των Κυκλώπων. Η απουσία επαφής αυτών των απολίτιστων ανθρώπων με άλλους λαούς ανάγεται στην άγνοια της ναυπήγησης και της καλλιέργειας. Σε κάποιο σημείο της ομηρικής διήγησης σκέφτεται ο Οδυσσέας, πόσο καλά θα μπορούσε να αξιοποιηθεί το κλίμα και το έδαφος στη χώρα των Κυκλώπων, πόσο υψηλές αποδόσεις θα είχε μια καλλιέργεια και άλλα συναφή.
Σε αντίθεση με τις εμπειρίες του με τους Κύκλωπες, η χώρα των Φαιάκων προσφέρει στον Οδυσσέα μια σύγχρονη για την εποχή εικόνα, με λιμάνι και ναυτικά καταλύματα, πλακόστρωτη πλατεία και στο κέντρο ο ναός του Ποσειδώνα. Ακριβώς τα κτήρια προκαλούν το θαυμασμό του ταλαιπωρημένου επισκέπτη (7,43): «Με έκπληξη κοίταζε το λιμάνι και τα πλοία με ίδια κατασκευή και τους χώρους συναθροίσεως του λαού και τα οχειρωματικά τείχη, ψηλά και με μεγάλο μήκος, περιτριγυρισμένα με πασάλους, ένα θαύμα να τα βλέπεις.» Ο Όμηρος περιγράφει μια πόλη που προηγείται των άλλων πόλεων με τα τεχνικά έργα της και της οποίας οι πολίτες ζουν με αφθονία και άνεση.
Στα ομηρικά έπη είναι διάσπαρτες περιγραφές εργασιών τεχνιτών διαφόρων ειδικοτήτων αλλά και συγκρίσεις του τρόπου ζωής των Ελλήνων με τη ζωή άλλων πολιτισμένων και απολίτιστων λαών. Πέρα απ' αυτά, υπάρχει επίσης ένα πλήθος από υποδείξεις για ευφυή αντιμετώπιση πολύπλοκων καταστάσεων ή άγνωστων φαινομένων. Για παράδειγμα, ο βασιλιάς Νέστωρ διαπιστώνει ότι στις αρματοδρομίες δεν παίζει ρόλο μόνο η ταχύτητα των αλόγων, αλλά πολύ περισσότερο η εξυπνάδα του οδηγού. Και συνεχίζει ο Νέστωρ, μιλώντας προς το νεαρό οδηγό της άμαξας Αντίλοχο, γενικεύοντας την κουβέντα, ότι αυτό ισχύει για κάθε τεχνική δραστηριότητα (23, 315): «...Η περίσκεψη βοηθάει τον ξυλοκόπο περισσότερο από τη δύναμη, μόνο με περίσκεψη μπορεί ο πλοηγός να οδηγήσει στη σκοτεινή θάλασσα σίγουρα το σκάφος, το οποίο παρασύρεται από τους ανέμους.» Το μήνυμα του ποιητή είναι σαφές: δεν αρκεί η χειρονακτική επιδεξιότητα, αλλά χρειάζεται και η ευφυής προσέγγιση κάθε προβλήματος.
Για μία σημαντική περίοδο μετά το έτος 1000 π.κ.χ. περιγράφουν τα ομηρικά έπη την αντίληψη και την αντιμετώπιση της τεχνικής από τους Έλληνες. Την ίδια αυτή εποχή και σε εποχές κακής αγροτικής εσοδείας, οι συγκροτημένες πόλεις βρίσκονταν στην ανάγκη να στείλουν μέρος του πληθυσμού σε άλλα μέρη για να επιβιώσουν. Οι νέοι οικισμοί των μεταναστών βρίσκονταν συνήθως σε παραλιακές ζώνες, τόσο επειδή αυτές ήταν εύφορες, όσο και επειδή έτσι διατηρούνταν μέσω της ναυσιπλοΐας οι επαφές με την πατρική γη. Τα εμπορικά ενδιαφέροντα έπαιζαν σ' αυτή την πρώιμη φάση δευτερεύοντα ρόλο. Στα χρόνια από τα μέσα του 8ου π.κ.χ. αιώνα ιδρύθηκαν έτσι, συνήθως υπό την ηγεσία κάποιων αριστοκρατών, οικισμοί που εξελίχθηκαν σε πόλεις, αρχικά στη Σικελία (Νάξος, Συρακούσες, Ακράγας) και στη νότια Ιταλία (Κύμη, Σύβαρις, Ρήγιον, Κρότων, Τάραντας), στη συνέχεια δε στις μεσογειακές ακτές της σημερινής Γαλλίας (Μασαλία), στη βόρεια Αφρική (Κυρήνη) και στον Πόντο. Οι πόλεις αυτές ονομάζονταν αποικίες, ήταν αυτόνομες στην πολιτική και οικονομική λειτουργία τους, διατηρούσαν όμως στενή επαφή με τις πόλεις προελεύσεως (μητροπόλεις).
Οι συνθήκες εξουσίας στην ανατολική Μεσόγειο δεν επέτρεπαν την ίδρυση ελληνικών αποικιών στις ακτές της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Υπήρχαν όμως σημαντικές αποστολές με αρμοδιότητα στη διεκπεραίωση του εμπορίου. Στα χρόνια του Φαραώ Ψαμμήτιχου Ι (664-610 π.κ.χ.) αναφέρονται Έλληνες εμπορικοί αντιπρόσωποι στην Αίγυπτο. Στον πρώιμο 6ο αιώνα π.κ.χ. αναφέρονται μάλιστα και Έλληνες μισθοφόροι που πολέμησαν ενάντια στο βασίλειο της Νουμιδίας. Η παρουσία των Ελλήνων σ' αυτό το χώρο προκύπτει από επιγραφές που άφησαν οι ίδιοι στο ιερό του Αμπού Σιμπέλ. Γενικότερα, η Αίγυπτος ασκούσε μεγάλη έλξη στους Έλληνες και περί τον 6ο π.κ.χ. αιώνα ο Φαραώ 'Αμασις εγκατέστησε πολλούς από αυτούς τους μετανάστες στη Μέμφιδα.
Ο ευρωπαϊκός χώρος
Από το χώρο της κεντρικής Ευρώπης υπάρχουν ευρήματα, από τα οποία προκύπτει ότι ήδη πριν από 30.000 χρόνια υπήρχαν μόνιμοι οικισμοί στις περιοχές γύρω από τον ποταμό Ρήνο. Για την κατασκευή ορειχάλκινων εργαλείων, όπλων και κοσμημάτων γινόταν περί το 2000 π.κ.χ. εισαγωγή πρώτων υλών από άλλες περιοχές της Ευρώπης. Από το 1900 π.κ.χ. και μετά φαίνεται να ελέγχουν οι τεχνίτες της κεντρικής Ευρώπης τη χύτευση και τη μηχανική επεξεργασία του χαλκού. Πέρα από αυτές τις τεχνικές δραστηριότητες, προφανώς επιδίδονταν οι άνθρωποι αυτών των περιοχών στη γεωργία και την κτηνοτροφία, καθώς επίσης στην αλιεία σε ποτάμια και λίμνες και στη θήρα άγριων ζώων.Από την εποχή περί το 17ο αιώνα π.κ.χ. προέρχεται ο λεγόμενος «ουράνιος δίσκος» της Nebra (Σαξονία), ένας χάλκινος δίσκος με διάμετρο 32 cm, πάχος 4,5 mm και βάρος περίπου 2 κιλά. Η πρώτη ύλη του δίσκου προέρχεται από ορυχεία χαλκού στη σημερινή Αυστρία, όπως έχει διαπιστωθεί με ανάλυση της περιεκτικότητας σε διάφορες προσμίξεις. Επάνω στο χάλκινο υλικό έχουν συγκολληθεί χρυσές ταινίες που παριστάνουν τον Ήλιο, τη Σελήνη και κάποιους αστερισμούς. Η ισχυρότερη εκδοχή για το ρόλο αυτού του δίσκου είναι ότι χρησιμοποιείτο για την αξιολόγηση αστρονομικών φαινομένων και για θρησκευτικές τελετές.

Στους επόμενους αιώνες, 1200-750 π.κ.χ., αν και διαμορφώνονται ενιαίες πολιτιστικές συνήθειες, αντιλήψεις θρησκευτικής λατρείας και ταφικά έθιμα, παρατηρούνται εκ παραλλήλου κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Οι βελτιωμένες δεξιότητες για εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος και η χύτευσή του οδηγούν σε εργαλεία και όπλα βελτιωμένης ποιότητας και στην απεξάρτηση των κοινωνιών της κεντρικής Ευρώπης από εισαγωγές. Με αυτές τις τεχνικές βελτιώσεις διευκολύνθηκε και η επέκταση καλλιεργήσιμων εδαφών σε βάρος του δάσους, με αποτέλεσμα να διατεθούν οι λοφώδεις περιοχές για την εκτροφή βοοειδών και προβάτων, ενώ η αγροτική δραστηριότητα περιοριζόταν στις πεδινές εκτάσεις.
Σχεδόν το σύνολο των οικισμών στην κεντρική Ευρώπη εντοπίζεται στις όχθες κεντρικών ποταμών και παραποτάμων τους. Στην αριστερή πλευρά του Ρήνου μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό (σημερινά εδάφη Γαλλίας και Βελγίου) είχαν εξαπλωθεί κέλτικες φυλές. Στην άλλη πλευρά του Ρήνου υπήρχαν επίσης κέλτικα φύλα, αλλά επεκτάθηκαν σταδιακά και γερμανικοί λαοί. Η έλευση των Ρωμαίων και η συνάντηση των μεσογειακών πολιτισμών με τους Κέλτες και τους Γερμανούς, οδήγησε σε νέα εποχή πολιτισμού και ανακατατάξεων, με κυριότερη απώτερη συνέπεια, αρχικά τον επηρεασμό της ρωμαϊκής πολιτείας και αργότερα την κατάλυση του δυτικού τμήματός της (476 μ.Χ.)

Προκλασικές εποχές III


Η αρχαιότητα μεταξύ 5000 και 1000 π.κ.χ.

Η διαφορά μεταξύ, από τη μια πλευρά της Ιεριχούς και του Μαρουλά και από την άλλη πλευρά της Χοιροκοιτίας, του Catal Hoyuk και της Nevali Cori, είναι αυτό που διαφοροποιεί τη συγκροτημένη «πόλη» από τον πρωτόγονο οικισμό. Τα χαρακτηριστικά της πόλης, η οποία ασκούσε ήδη εκείνες τις εποχές έλξη στον αγροτικό πληθυσμό, είναι τα ακόλουθα:
  • Πρόκειται για ένα διοικητικό, θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο, με ένα «ανάκτορο» για τον άρχοντα, ένα ναό για την τέλεση των λατρευτικών πράξεων και μία αγορά για τη διάθεση των προϊόντων.
  • Είναι επίσης πολιτισμικό και πνευματικό κέντρο, στο οποίο ανταλλάσσονται ιδέες και γνώσεις.
  • Στην πόλη είναι εγκαταστημένοι τεχνίτες και επαγγελματίες, οι οποίοι ανταγωνίζονται για την ποιότητα των προϊόντων ή έργων τους.
  • Είναι επίσης εγκαταστημένοι θεραπευτές, νομομαθείς, δάσκαλοι, γραφείς κ.ά., οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με τις γνώσεις τους.
  • Οι αγρότες πρέπει να παράγουν τόσα αγροτικά προϊόντα, ώστε να επαρκούν για να τραφούν με αυτά και εκείνοι που δεν παράγουν προϊόντα, αλλά παρέχουν υπηρεσίες.
  • Τα τρόφιμα πρέπει να είναι δυνατόν να μεταφερθούν από τον τόπο παραγωγής στην πόλη και γι' αυτό απαιτούνται μεταφορικά μέσα και/ή αχθοφόροι.
  • Επειδή παίζει σημαντικό ρόλο στην επιβίωση της πόλης η διατήρηση της τάξης και η επιβολή του νόμου, έχουν δημιουργηθεί σώματα αστυνομικών και δικαστών.
Οι πρώτες πόλεις δημιουργήθηκαν λοιπόν σε περιοχές, οι οποίες προσφέρονταν για παραγωγή τροφής και διέθεταν, λόγω της γεωγραφίας, δυνατότητες για τη μεταφορά της. Τέτοιες περιοχές ήταν οι κοιλάδες μεγάλων ποταμών, όπως του Τίγρη, του Ευφράτη, του Νείλου, του Ινδού και του Γιανγκ Τσε στην Κίνα. Για την κεντρική και δυτική Ευρώπη υπάρχουν από αυτή την εποχή ενδείξεις αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Για την καλλιέργεια αξιοποιούνται μόνο τα «καλά» εδάφη από μικρές ομάδες ανθρώπων με μόνιμη διαμονή. Στα παράλια της Μεσογείου, στη σημερινή Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, επιδίδονται οι κάτοικοι στο κυνήγι ζώων και στην αλιεία. Εδώ δεν φαίνεται να έπαιζε ακόμα σημαντικό ρόλο η γεωργία. Στη χρονική περίοδο από το 3000 μέχρι το 1500 π.κ.χ. (=προ κοινής χρονολόγησης) δημιουργείται στη νότια Αγγλία το μνημείο Stonehenge, άγνωστο από ποιο λαό και με ποιο προορισμό, αν και εικάζεται λατρευτική και αστρονομική χρήση με αντικείμενο τον ήλιο και άλλα ουράνια σώματα. Οι μεγάλιθοι με βάρος 4 t φαίνεται να έχουν μεταφερθεί από περιοχή της Ουαλίας που βρίσκεται περί τα 380 km μακριά από το μνημείο και αργότερα άλλοι με βάρος περί τους 25-50 t από την περιοχή Marlborough Downs που βρίσκεται περί τα 30 km μακριά.

Σταυρόσχημο ειδώλιο της Πάφου με περίαπτο (Πάτημα με το ποντίκι εμφανίζει μεγαλύτερη εικόνα)
Την ίδια περίπου εποχή, στη χιλιετία από το 3000 μέχρι το 2000 π.κ.χ. δημιουργούνται στην Κύπρο σταυρόσχημα ειδώλια με περίαπτο στο λαιμό, με τα οποία αποδεικνύεται η μακρά παράδοση που έχουν τα σταυρουδάκια και άλλα «φυλακτά» που χρησιμοποιούν άνθρωποι στις σύγχρονες κοινωνίες.Όμοια μεγαλιθικά έργα με αυτά του Stonehenge βρίσκονται στο Carnac της νότιας Γαλλίας και στο Callanish (Εβρίδες) της Σκοτίας. Επίσης στη νήσο Rapa Nui (νήσος του Πάσχα) στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό που ανήκει στη Χιλή, υπάρχουν υπερμεγέθη γλυπτά, που παριστάνουν μάλλον κάποιους επιφανείς προγόνους. Αρχικά ήταν περί τα 1000 κομμάτια, από τα οποία έχουν διασωθεί 638. Τα μεγέθη των γλυπτών από γρανίτη κυμαίνονται από 4 μέχρι 10 μέτρα και ζυγίζουν κατά κανόνα μέχρι 20 τόνους, μερικά λίγα φτάνουν όμως και τους 90 τόνους. Για την ακριβή χρονολόγηση της κατασκευής τους δεν υπάρχει σαφής άποψη, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί πώς μεταφέρθηκαν αυτά τα σημαντικά βάρη από το λατομείο στο συγκεκριμένο σημείο που έχουν τοποθετηθεί. Οι ιθαγενείς βεβαιώνουν πάντως ότι τα αγάλματα αυτά είναι θαυματουργά και μετακινούνται μόνα τους!

Περί το 1500 π.κ.χ., δηλαδή στα χρόνια που είχαν αναδειχτεί οι Μυκήνες σε κέντρο εξουσίας και πολιτισμού, δημιουργήθηκαν σε τοίχους σπηλαίων στο Val Camonica της βόρειας Ιταλίας ζωγραφικές που παριστάνουν ένα οικισμό, αγροτικές εργασίες με αλέτρι και ένα τεχνίτη μεταλλικών αντικειμένων στο χώρο εργασίας του. Από τέτοιες τοιχογραφίες συνάγονται συμπεράσματα για τη ζωή και τις δραστηριότητες των κατοίκων αυτών των περιοχών.

Στις νότιες περιοχές του σημερινού Μεξικού ζούσε κατά την περίοδο από 1500 π.κ.χ. μέχρι περίπου 400 μ.Χ. ένας λαός, τους ανθρώπους του οποίου οι μεταγενέστεροι Αζτέκοι ονόμαζαν Ολμέκους (= άνθρωποι από λάστιχο). Είναι άγνωστο πώς ονόμαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, θεωρείται όμως ότι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικής που επινόησαν γραφή, γλυπτική, το ημερολόγιο και είχαν συγκροτήσει ένα πολυθεϊκό θρησκευτικό σύστημα. Είχαν αποκόψει την κορυφή ενός βουνού, πάνω από την εύφορη πεδιάδα και είχαν δημιουργήσει ένα οροπέδιο, στο οποίο υπάρχουν ακόμα ερείπια της πόλης τους. Τα γλυπτά των Ολμέκων είναι από βασάλτη και μνημειώδη, με ύψος περί τα 3 μέτρα, έχουν μεταφερθεί, άγνωστο πώς, από μια απόσταση περί τα 65 χιλιόμετρα και μάλλον παριστάνουν επιφανείς προγόνους ή θεούς.
Ένας σημαντικός λόγος που δεν διαδίδονταν αυτές τις εποχές ευρέως οι «συνταγές» για την κατασκευή εργαλείων, όπλων, κοσμημάτων και άλλων τεχνικών προϊόντων είναι ότι ενδιέφερε μόνο το τελικό προϊόν και όχι η μέθοδος παραγωγής του. Η μέθοδος απασχολούσε αποκλειστικά τους τεχνίτες οι οποίοι, επιπλέον, κρατούσαν μυστική την τέχνη τους και την παρέδιδαν προφορικά μόνο στους απογόνους τους. Αυτή η προφορική παράδοση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάχυση της γνώσης, ακόμα και μετά την ανακάλυψη και χρήση της γραφής και ουσιαστικά πέρασε σε δεύτερη μοίρα με την εξάπλωση της γενικής εκπαίδευσης, από τον 19ο αιώνα.
Μεσοποταμία (η γραφήοι μεταφορέςη θεολογική μεταλλουργία)
Στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο προέκυψαν σε μικρό χρονικό διάστημα, πιθανότατα χωρίς αλληλεπίδραση, συνθήκες ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία πόλεων. Οι παραγόμενες ποσότητες αγροτικών προϊόντων ξεπέρναγαν τις απαιτήσεις διατροφής των αγροτών και ήταν δυνατόν να διατεθούν για τις ανάγκες των ομάδων που δεν παρήγαγαν, όπως των μελών της εξουσίας, της διοίκησης, του ιερατείου, των σωμάτων στρατού και αστυνομίας, των δικαστών, νομομαθών, δασκάλων κλπ. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αυτές οι ομάδες δεν ήταν εκείνη την εποχή ιδιαίτερα πολυπληθείς, με εξαίρεση το στρατό. Αυτό το περίσσευμα σε προϊόντα διατροφής δεν οφειλόταν σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, αλλά σε δύο σημαντικές επινοήσεις: το άροτρο και την άρδευση.Το άροτρο σερνόταν από δυνατά ζώα και επέτρεπε ταχύτερη επεξεργασία των αγρών. Η διάδοση του αρότρου στους γεωργούς δεν ήταν ταχεία και φαίνεται ότι διήρκεσε αρκετές δεκαετίες και αιώνες, μέχρι να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα. Οι περιοδικά επαναλαμβανόμενες υπερχειλίσεις των ποταμών αξιοποιούνταν για ελεγχόμενη διοχέτευση του νερού στους αγρούς και μ' αυτό τον τρόπο γινόταν το έδαφος καταλληλότερο για καλλιέργειες. Ήδη πριν από το 1700 π.κ.χ. είχαν εγκατασταθεί στη Βαβυλώνα, επί βασιλείας Χαμουραμπί, ανεμόμυλοι για την άντληση υδάτων άρδευσης.
Είναι προφανές ότι το αρδευτικό σύστημα που αποτελείτο από δεξαμενές, τάφρους, κανάλια, φράγματα κλπ., απαιτούσε σημαντικές τεχνικές δεξιότητες και χειρονακτική εργασία, τόσο για τη δημιουργία του, όσο και για τη συντήρησή του. Όλα αυτά δείχνουν ότι ήταν απαραίτητο να υπάρχουν προγραμματισμός και σωστή διαχείριση, άρα πρέπει να είχε δημιουργηθεί ήδη ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός.
Η γραφή

Αυτή περίπου την εποχή δημιουργήθηκε στη Μεσοποταμία (Σουμέριοι, ~3500 π.κ.χ.) και στην Αίγυπτο (~3000 π.κ.χ.) η γραφή. Σημαντικότερο κίνητρο γι' αυτή την επινόηση, η οποία άλλαξε τη ροή των εξελίξεων και επηρέασε αφάνταστα τον ανθρώπινο πολιτισμό, πρέπει να ήταν οι ανάγκες για καταγραφή προϊόντων και εργασιών και για εκτέλεση υπολογισμών. Μέχρι τότε μοναδική μέθοδος διατήρησης αρχείων ήταν η απομνημόνευση των εμπορικών συμφωνιών και των αγοραπωλησιών εδαφών και προϊόντων από τους ιερείς και τους όποιους κρατικούς (βασιλικούς) υπαλλήλους. Από την εποχή που διευρύνθηκαν η παραγωγή και το εμπόριο, ήταν επιτακτική η εξεύρεση μεθόδων δημιουργίας αρχείων. Είναι προφανές ότι κάθε τοπικός ιερέας ή διοικητικός υπάλληλος διατηρούσε μια λίστα με σημάδια, μάλλον σε κάποιο προστατευμένο αντικείμενο, π.χ. στον τοίχο της αποθήκης, περίπου όπως καταγράφουν τις μέρες οι φυλακισμένοι.Στη Μεσοποταμία καταγράφονταν σε κεραμικές πλάκες οι αριθμοί και τα είδη των οικόσιτων ζώων, καθώς και οι αγροτικές εκτάσεις που άλλαζαν ιδιοκτήτες κατά τις αγοραπωλησίες. Τέτοιες κεραμικές πλάκες έχουν βρεθεί κατά χιλιάδες και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αρχεία απογραφής και συμβόλαια μεταβιβάσεων. επρόκειτο δηλαδή για τις πρώτες λειτουργίες στατιστικής και υποθηκοφυλακείου στον ανθρώπινο πολιτισμό! Η γραφή αυτή αποτελείτο αρχικά από σημάδια, τα οποία εξελίχθηκαν σταδιακά σε σύμβολα με μορφή σφήνας, γι' αυτό και ο χαρακτηρισμόςσφηνοειδής γραφή. Από κάποια εποχή και μετά κωδικοποιήθηκαν αυτά τα σύμβολα και απέκτησαν φωνητική αξία. Έτσι έγινε σταδιακά δυνατή η καταγραφή του λόγου.

Στην Αίγυπτο αναπτύχθηκε η ιερογλυφική γραφή, η οποία θεωρείτο ότι είχε παραδοθεί στους ανθρώπους από τους θεούς. Σ' αυτή τη γραφή, η οποία έμεινε για πολλούς αιώνες αναλλοίωτη, χρησιμοποιούνται εικονογραφικοί χαρακτήρες για την απόδοση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων. Παράλληλα με τα ιερογλυφικά αναπτύχθηκαν όμως απλούστερες μορφές γραφής. Για την καταχώριση πληροφοριών χρησιμοποιήθηκε, αντί των κεραμικών πινακίδων της Μεσοποταμίας, ο πάπυρος. Το υλικό αυτό προερχόταν από το χορτοειδές φυτό στις όχθες του Νείλου που φτάνει σε ύψος τα 3 μέτρα. Η γραφή στην Κίνα με τα ιδιόμορφα ιδεογράμματα παρουσιάζεται περί το 2500 π.κ.χ.

Μετά τη γεωργία, η επινόηση της γραφής αποτελεί το δεύτερο θεμελιώδους σημασίας επίτευγμα για την ανάπτυξη του πολιτισμού! Τρίτο επίτευγμα με τέτοια κεφαλαιώδη σημασία αποτελεί πολύ αργότερα (18ος-19ος αιώνας) η εισαγωγή της χρήσης του ατμού και ακολουθεί η χρήση του ηλεκτρισμού. Με την εισαγωγή της γραφής άρχισε να αποσυνδέεται η επικοινωνία από την προσωπική επαφή και την προφορική ανταλλαγή μηνυμάτων. Οι πληροφορίες ήταν πλέον δυνατόν να αποθηκευτούν, ανεξάρτητα από τη μνήμη των ανθρώπων.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η χρήση της γραφής περιοριζόταν τους πρώτους αιώνες σε μικρό αριθμό ατόμων, κυρίως τα μέλη του θρησκευτικού ιερατείου και είναι σαφές ότι, όσοι μονοπωλούσαν αυτή τη γνώση (γραφή και ανάγνωση), κατείχαν σημαντική δύναμη στην κοινωνία. Αρχικά έγιναν αυτοί οι λίγοι αναντικατάστατοι και απέκτησαν αυξημένο κύρος, πέρα από αυτό που διέθεταν ως «μεσολαβητές» με το θεό. Με την πάροδο των δεκαετιών και των αιώνων ο αριθμός των γραφέων αυξήθηκε όμως, γιατί έπρεπε να συντηρούνται και να ενημερώνονται τα αρχεία με τις καταγραφές για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γεωργικών εκτάσεων που πλημμύριζαν κάθε τόσο και για την είσπραξη των φόρων, με το σχεδιασμό και τις εργασίες των αρδεύσεων, αλλά και τη σωστή διαχείριση της αγροτικής παραγωγής, ώστε να διατίθενται κατάλληλες ποσότητες για ιδιοκατανάλωση του λαού, για εμπόριο, αλλά και ως εφεδρείες για τυχόν περιόδους καταστροφών. Όλες αυτές και άλλες συναφείς και παρεπόμενες εργασίες απαιτούσαν ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό γραφέων, οι οποίοι σταδιακά έπαψαν να ανήκουν στο ιερατείο και αποτέλεσαν αυτοτελές κοινωνικό σώμα με αρμοδιότητα στη διαχείριση του κράτους. Ήταν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι


Ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου.
Σημαντικό είναι επίσης ότι το πολιτισμικό άλμα που προέκυψε με την εισαγωγή της γραφής στην οργάνωση της κοινωνίας, ακολουθήθηκε από δραστικές κοινωνικές ανακατατάξεις.  νέα επαγγέλματα, νέος καταμερισμός εργασιών, νέες αρμοδιότητες στην οργάνωση του κράτους, του εμπορίου κλπ. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί στις κοινωνίες και παλαιότερα με την καθιέρωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Στην πορεία αυτών των ανακατατάξεων διάφορες κοινωνικές ομάδες, αυτές που αποκτούν δύναμη αλλά και αυτές που θίγονται από τις εξελίξεις, αμφισβητούν την καθιερωμένη τάξη και προσπαθούν να την προσαρμόσουν στις ανάγκες τους. Οι δυνάμεις αυτές αναμετρόνται με τους παραδοσιακούς κατόχους της εξουσίας και το αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα επαναστάσεις οι οποίες, άλλοτε επικρατούν και δημιουργούν μια νέα τάξη και νέο κατεστημένο, άλλοτε υποχωρούν και υφίστανται καταπίεση για κάποιο διάστημα, μέχρι την επόμενη προσπάθεια, και άλλοτε συμβιβάζονται με μια νέα κατανομή της εξουσίας. Αυτό το φαινόμενο, να έπονται δηλαδή των πολιτισμικών αλλαγών και των τεχνολογικών βελτιώσεων κοινωνικές ανακατατάξεις, παρατηρείται μέχρι των ημερών μας.


Οι μεταφορές


Οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο ήταν τελείως διαφορετικοί, παρ' ότι οι δύο αυτές περιοχές είχαν όμοια χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα και οι δύο περιοχές διέθεταν από ένα ποταμό, τον Ευφράτη και το Νείλο, με πλούσια παροχή νερού και εύκολα πλοηγήσιμους. Αυτό σημαίνει ότι είναι διαθέσιμη μια καλή οδός επικοινωνίας για το εμπόριο, αλλά και μια πηγή για άντληση νερού για την άρδευση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η γεωργία και το εμπόριο ήταν οι κύριοι πυλώνες της οικονομίας, τόσο στη Μεσοποταμία, όσο και στην Αίγυπτο.

Οι Σουμέριοι και οι μεταγενέστεροι Ασσύριοι και Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν φουσκωμένα δέρματα ζώων στεγανοποιημένα με πίσσα ή μικρά στρογγυλά πλεούμενα στεγανοποιημένα με πισσαρισμένα δέρματα για να μετακινηθούν στην πορεία του ρεύματος του Ευφράτη. Η αντίθετη διαδρομή γινόταν οδικά με γαϊδάρους. Στην Αίγυπτο κυλούσαν τα πλοία βόρεια με το ρεύμα του Νείλου και νότια με τους βόρειους ανέμους που πνέουν, κατά αγαθή τύχη, κατά μήκος του ποταμού.
Οι Σουμέριοι και οι Αιγύπτιοι καθιέρωσαν κάποια εποχή τον τροχό. Aπό τα ευρήματα εκτιμάται ότι αυτό συνέβη στη Μεσοποταμία περίπου ταυτόχρονα με την Αίγυπτο μεταξύ 6000 και 5000 π.κ.χ.  ακριβέστερη εκτίμηση δεν είναι δυνατή. Με τη βοήθεια του τροχού σύρονται τα κάρα πιο εύκολα από ανθρώπους και ζώα. Εκτιμάται ότι το κάρο με τροχούς επινοήθηκε ως βελτίωση του έλκηθρου που έσυραν άνθρωποι ή ζώα στο χώμα.


Νομίσματα, μέτρα και σταθμά


Ήδη την 3η χιλιετία π.κ.χ. ήταν στην Κίνα διαθέσιμα ως μέσα πληρωμής χάλκινα χειροτεχνήματα που παρίσταναν σπαθιά, εργαλεία, αλλά και διάφορα ψάρια, οικόσιτα ζώα, δημητριακά κ.ά., είδη που διέθεταν εκείνη την εποχή σημαντική ανταλλακτική αξία. Αυτή η επινόηση διευκόλυνε και διέδωσε το εμπόριο και αποτέλεσε ουσιαστικά το πρώτο βήμα για την καθιέρωση των νομισμάτων και την κατάργηση του ανταλλακτικού εμπορίου.


Αγαλματίδια σουμερικών θεοτήτων
Από τους πρώτους αιώνες του πολιτισμού άρχισαν να καθιερώνονται μέτρα και σταθμά, τα οποία ήταν απαραίτητα στην κατασκευή κτηρίων, δρόμων και γεφυρών, στην κοπτοραπτική ενδυμάτων, στο ανταλλακτικό εμπόριο κλπ. Είναι προφανές ότι ως πρώτες μονάδες μήκους χρησιμοποιήθηκαν μεγέθη που σχετίζονται με το ανθρώπινο σώμα και έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα με ονομασίες, όπως δάκτυλος, βραχίων, πόδι κ.ά. Για το χρόνο αξιοποιήθηκαν τα φυσικά περιοδικά φαινόμενα, όπως ιδιοπεριστροφή της Γης (ημέρα), περιστροφή της σελήνης (μήνας), περιστροφή γύρω από τον Ήλιο (έτος) και οι υποδιαιρέσεις τους. Για τη μέτρηση υγρών (νερό, κρασί κ.ά.) ή δημητριακών υπήρχαν πρότυπα δοχεία, τα οποία βλέπουμε συχνά σε αρχαιολογικά μουσεία.

Από αναφορές σε αρχαία κείμενα για διαστάσεις κτηρίων και με τη βοήθεια σύγχρονων μετρήσεων σε όσα από αυτά δεν έχουν εξαφανιστεί, έγινε δυνατή η ερμηνεία των μονάδων που χρησιμοποιούνταν διάφοροι λαοί της Μεσοποταμίας, οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες. Για παράδειγμα, από τις ακριβείς περιγραφές του Πλούταρχου για τον Παρθενώνα και βάσει μετρήσεων που είμαστε σε θέση να εκτελέσουμε σήμερα, γνωρίζουμε με ακρίβεια τη μονάδα μήκους «αττικό πόδι» που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι.

Η πρώτη μονάδα που φαίνεται να κυριάρχησε στη Μεσοποταμία ήταν ο βραχίων, μόνο που κατά καιρούς είχαν καθιερωθεί βραχίονες με διαφορετικά μήκη. Οβασιλικός ή ιερός βραχίων οριζόταν από τον αγκώνα μέχρι την κορυφή του μεσαίου δακτύλου κάποιου βασιλικού προσώπου. Υποδιαιρέσεις αυτής της μονάδας ήταν η παλάμη, η μισή παλάμη, ο δάκτυλος κ.ά. Σε κείμενα της εποχής αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος βραχίων που ήταν επίσημη μονάδα μήκους για την κατασκευή κτηρίων και την αγοραπωλησία αγροκτημάτων, αντιστοιχούσε σε 7 παλάμες ή σε 28 δακτύλους. Οι μονάδες της ίντσας (inch), της γυάρδας (yard) και του ποδιού (foot) που χρησιμοποιούνται ακόμα σε αγγλοσαξονικές χώρες, προέρχονται από τις παλιές μεσοποτάμιες μονάδες, με διάφορες περιπετειώδεις μεταβολές στην πορεία των αιώνων.

Η υποδιαίρεση του κύκλου σε 360 μοίρες και η υποδιαίρεση της ημέρας σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα προέρχεται από τους Βαβυλώνιους, οι οποίοι είχαν ένα εξηκονταδικό αριθμητικό σύστημα, δηλαδή ένα σύστημα με βάση τον αριθμό 60. Πλεονέκτημα αυτής της επιλογής των Βαβυλωνίων είναι ότι ο αριθμός 60 διαιρείται με πολλούς αριθμούς και έτσι αποφεύγονται υπολογισμοί με υποδιαστολές.


Η θεολογική μεταλλουργία
Εργαζόμενοι αναδεύουν υλικά σε μεγάλο δοχείο.  
Όπως σε κάθε πολιτισμό εκείνων αλλά και μεταγενέστερων εποχών, έτσι και στον πολιτισμό της Μεσοποταμίας, οι άνθρωποι γέμιζαν τις σκέψεις και τη ζωή τους με θεούς και δαίμονες, νεράιδες και αερικά. Κάθε αντικείμενο, έμψυχο ή άψυχο, γειτονικό ή απόμακρο, κάθε διεργασία και κάθε φαινόμενο βρισκόταν υπό τον έλεγχο κάποιου πνεύματος και όλα μαζί αυτά τα πνεύματα παρακολουθούσαν διαρκώς τους ανθρώπους. Γι' αυτό ήταν απαραίτητο να διατηρούν οι άνθρωποι καλές σχέσεις με τα πνεύματα, κατά προτίμηση σχέσεις υποταγής, έτσι ώστε να έχουν αυτοί επιτυχία στη ζωή και στη δουλειά τους. Από εκεί προκύπτει η ανάγκη για τήρηση ηθικών κανόνων, ώστε να εξασφαλίζεται ο εξευμενισμός των πνευμάτων, οι οποίοι κανόνες όμως στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τις τρέχουσες κοινωνικές λειτουργίες.Πάνω σε τέτοιο υπόβαθρο αντιλήψεων δημιουργήθηκαν οι μυθολογίες όλων των λαών της Γης, οι οποίες περιέχουν όμοιες φανταστικές δημιουργίες, πολλές από τις οποίες έχουν διασωθεί και διαδίδονται με παραλλαγές μέχρι των ημερών μας. Η δημιουργία και η διατήρηση τέτοιων ιδεοληψιών ευδοκιμούν, προφανώς, σε συνθήκες με απουσία γνώσης για τη φύση και τη ζωή και αυτό ακριβώς ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα των πληθυσμών εκείνων αλλά και μεταγενέστερων εποχών.

Οι θεοί και τα ουράνια σώματα σχετίζονταν στη Μεσοποταμία με διαφορετικά μέταλλα. Έτσι, ο βαβυλώνιος θεός Μαρντούκ ήταν ο «κύριος του χρυσού» και ο Ήλιος ήταν το ουράνιο σώμα που έλεγχε αυτό το μέταλλο. Η Σελήνη είχε υπό τον έλεγχό της τον άργυρο, ο 'Αρης το σίδηρο, η Αφροδίτη το χαλκό, ο Κρόνος το μόλυβδο κ.ο.κ. Τέτοιοι συσχετισμοί, οι οποίοι άλλαζαν κατά καιρούς, διασώθηκαν μέχρι των ημερών μας στηνΑστρολογία. Διάφοροι θεοί των Σουμέριων ασχολούνταν οι ίδιοι με τη μεταλλουργία: ο Έα ήταν προστάτης των σιδηρουργών, ο Τζίμπιλ, ο θεός της φωτιάς, ήταν γνωστός ως «θεϊκός σιδηρουργός». Αυτές οι αντιλήψεις πέρασαν αργότερα στους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου και στο ελληνικό δωδεκάθεο (Ήφαιστος) και συντηρούνται μέχρι των ημερών μας με τους άγιους «προστάτες» γεωγραφικών περιοχών, κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων, κοινωνικών λειτουργιών κ.ά.

Οι τεχνίτες της Μεσοποταμίας κατέγραφαν σε κεραμικές πλάκες συνταγές για παραγωγή και επεξεργασία υλικών, π.χ. την παραγωγή σμάλτων με την προσθήκη χαλκού. Μαζί με τις τεχνικές οδηγίες καταγράφονταν βέβαια και διαδικασίες για τον εξευμενισμό των πνευμάτων που ήταν αναγκαίο να επέμβουν για να επηρεάσουν την επιτυχία της παραγωγής. Αυτές οι συνταγές ήταν γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή, άλλοτε δυσνόητα και συγκεχυμένα, με λογοπαίγνια και συντμήσεις και άλλοτε σε απλή γλώσσα, χωρίς κάποια προσπάθεια να μπερδέψουν ή να φέρουν σε αμηχανία τον αναγνώστη. Εκτιμάται, σε συσχετισμό και με την τοποθεσία που βρέθηκαν οι διάφορες πλάκες, ότι η δεύτερη κατηγορία ήταν καλά προστατευμένες και δεν υπήρχε κίνδυνος να πέσουν στα χέρια και να διαβαστούν από ανθρώπους που δεν ανήκαν στη συγκεκριμένη συντεχνία.
Η Αίγυπτος
Στην Αίγυπτο υπήρχαν ήδη στους αιώνες του παλαιού βασιλείου (τρίτη χιλιετία π.κ.χ.), εκτός από τα μικρά σκάφη από πάπυρο και μεγαλύτερα ξύλινα, τα οποία διέθεταν ιστίο και πανί. Έτσι ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί ο άνεμος για πλεύσεις ενάντια στο ρεύμα. Επειδή οι κατοικημένες περιοχές της Αιγύπτου ήταν μία λουρίδα εκατέρωθεν του Νείλου και το δέλτα του ποταμού, το οποίο διαπερνούν πολλά ρυάκια, οι μεταφορές καλύπτονταν ικανοποιητικά στην Αίγυπτο με πλοία. Για τις μεταφορές εκτός του Νείλου χρησιμοποιείτο η δύναμη και υπομονή των γαϊδάρων. Οι Φαραώ και οι ανώτεροι υπάλληλοι του κράτους χρησιμοποιούσαν αργότερα στο κυνήγι και στον πόλεμο δίτροχες άμαξες με δύο άλογα, όπως προκύπτει από ταφικά και άλλα ανάγλυφα έργα. Η προέλευση της άμαξας και του αλόγου στην Αίγυπτο δεν είναι γνωστή, εκτιμάται όμως ότι τα έφεραν κατά τη δεύτερη χιλιετία π.κ.χ. επιδρομείς από την Ανατολή, πιθανόν οι Υξώς που κατέλαβαν περί το 12ο αιώνα π.κ.χ. ένα τμήμα της χώρας. Από αυτή την εποχή κατάγεται και μια άμαξα που βρέθηκε σε θηβαϊκό τάφο, η οποία έχει δύο ακτινωτούς τροχούς. Οι τροχοί αυτοί ήταν πολύ ελαφρύτεροι και κατασκευάζονταν με διάμετρο μέχρι 2 μέτρα. Έτσι, ένα αμάξι μπορούσε να τρέχει με τέτοιους τροχούς ταχύτερα σε ανώμαλα εδάφη.

Οι Αιγύπτιοι εισήγαγαν τεχνικές επινοήσεις από τη Μεσοποταμία, ιδιαίτερα στη μεταλλουργία, η οποία καθυστέρησε να αναπτυχθεί στην Αίγυπτο, επειδή τα μεταλλεύματα έπρεπε να εξορυχτούν με επίπονες διαδικασίες σε τοποθεσίες της ερήμου και να μεταφερθούν στις κατοικημένες περιοχές. Ο χρυσός αξιοποιείτο κυρίως για κοσμήματα και πολυτελή χρηστικά αντικείμενα, προβληματικό ήταν όμως για τους χρυσοχόους το φαινόμενο ότι μερικές φορές εμφανιζόταν, αντί χρυσού, ένα «διαφορετικό μέταλλο» που ονομάστηκε asem, το οποίο στον ελληνόφωνο χώρο ονομαζόταν ήλεκτρο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό το υλικό ήταν χρυσός με μεγάλη περιεκτικότητα σε άργυρο και γι' αυτό ήταν ανοικτόχρωμο. Αν και αργότερα κατάφεραν οι αργυρο-χρυσοχόοι της Αιγύπτου να δημιουργήσουν τεχνητά asem, ως κράμα χρυσού και αργύρου, δεν εγκαταλείφθηκε η ιδέα περί διαφορετικού μετάλλου. Η έννοια του κράματος δεν ήταν γνωστή εκείνη την εποχή και δεν είναι απίθανο να θεωρείτο η παραγωγή ενός (δήθεν) αυτοτελούς μετάλλου από δύο άλλα μέταλλα ως μαγική διεργασία. Να σημειώσουμε ακόμα ότι πιθανόν να προήλθε από αυτή την αιγυπτιακή λέξη asem η διαδεδομένη ελληνική ονομασία ασήμι για τον άργυρο.

Η εξόρυξη του χαλκού γινόταν στη χερσόνησο του Σινά ήδη κατά την 3η χιλιετία π.κ.χ. και μαζί με τον ορείχαλκο (μπρούντζο, κράμα χαλκού και κασσιτέρου) που εισαγόταν από την Ασία, χρησιμοποιείτο για την κατασκευή διαφόρων εργαλείων. Στις Θήβες της Αιγύπτου βρέθηκαν ασσυριακά εργαλεία, όπως σιδερένια ράσπα (ξυλόλιμα) και τρυπάνια. Από το 1500 π.κ.χ. προέρχονται κατασκευές που έχουν ολοκληρωθεί σε τόρνο. Από το 900 π.κ.χ. είναι πλέον συνηθισμένη η χρήση του τόρνου στην ανατολική Μεσόγειο. Σε ένα είδος τόρνου της εποχής που ήταν γνωστός και στις Ινδίες, το λεγόμενο στυλωτό, είχε στερεωθεί ένα νεαρό φυτό, στερεωμένο στις ρίζες του, το οποίο λειτουργούσε σαν ελατήριο. Στα χυτήρια χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι φυσερά, όπως παριστάνεται σε διάφορες απεικονίσεις, για να ανεβάζουν τη θερμοκρασία σε επιθυμητά επίπεδα (1200οC). Με τις τεχνικές χυτεύσεως που κατείχαν οι Αιγύπτιοι, είχαν κατασκευάσει ακόμα και ογκώδη πορτόφυλλα από ορείχαλκο.
Από την αρχαία Αίγυπτο έχουν διασωθεί μεγάλα πέτρινα γλυπτά και τοιχογραφίες με ζωηρά χρώματα. Από αυτές τις παραστάσεις προκύπτει μια εντύπωση για τις εργασίες της καθημερινής ζωής των Αιγυπτίων. Οι απεικονίσεις αυτές δεν είναι όμως ρεαλιστικές και οι φιγούρες φαίνονται άκαμπτες, σαν να παίρνουν στάσεις από μια χορευτική επίδειξη ή τελετουργική πράξη. Δίπλα σ' αυτές τις ζωγραφιές διακρίνονται ιερογλυφικά γράμματα με κουκουβάγιες, ανθρώπους σημαιούλες, λουλούδια, έντομα, τεθλασμένες γραμμές κ.ά.Σημαντικές ήταν και οι βελτιώσεις στην κεραμική τέχνη με την εισαγωγή του περιστρεφόμενου τροχού στα χρόνια του νέου βασιλείου (δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας). Ένα προϊόν με ευρεία διάδοση των Αιγύπτιων τεχνητών ήταν τα φαγιάνς (fayence), αγαλματίδια και κοσμήματα από πυριτική άμμο με λεπτή επικάλυψη γυαλιού. Με το ψήσιμο αποκτούσε αυτό το υλικό ανθεκτικότητα με ένα γαλανοπράσινο χρωματισμό, ο οποίος μπορούσε να προσαρμοστεί κατ' επιθυμία, ανάλογα με τις μεταλλικές προσμίξεις. Οι Αιγύπτιοι τεχνικοί κατείχαν επίσης σε σημαντικό βαθμό την υαλουργία και κατασκεύαζαν μικρά δοχεία από θαμπό γυαλί, στα οποία αποθηκεύονταν αλοιφές.

Μία επίσης «επαναστατική» επινόηση των Αιγυπτίων, εκτός από την ιερογλυφική γραφή, ήταν το ημερολόγιο. Με την υποδιαίρεση του έτους σε εποχές και σε μήνες έγινε ευκολότερος ο προγραμματισμός των αγροτικών και κτηνοτροφικών εργασιών. Οι αγρότες ήταν πλέον σε θέση να προσδιορίζουν με ακρίβεια το χρόνο των δραστηριοτήτων και να βελτιώνουν έτσι τα αποτελέσματα της εργασίας τους.

Κατά τα χρόνια του παλαιού βασίλειου των Φαραώ (τρίτη χιλιετία π.κ.χ.) άρχισε στην Αίγυπτο η συστηματική χρήση γρανιτικών λίθων για την κατασκευή ναών και τάφων για υψηλούς νεκρούς. Για τις συνήθεις κατοικίες συνεχιζόταν η χρήση πλίθρων από λάσπη του Νείλου που είχαν στεγνώσει (ψηθεί) στον ήλιο. Περί το έτος 2600 π.κ.χ.  χρησιμοποιήθηκε ασβεστολιθικό πέτρωμα για την ευρεία περιτείχιση του τάφου ενός Φαραώ, το οποίο πέτρωμα είχε διαμορφωθεί προηγουμένως με επιμέλεια σε συμπαγή δομικά στοιχεία (κυβόλιθοι). Για την κλιμακωτή πυραμίδα στο μέσο του ταφικού κέντρου χρησιμοποιήθηκαν περίπου 850.000 τόνοι από αυτά τα δομικά στοιχεία. Στην κατασκευή της μεγάλης πυραμίδας της Γκίζα (περί το 2500 π.κ.χ.) χρησιμοποιήθηκαν κυβόλιθοι βάρους 2,5 τόνων καθένας. Για τη μετακίνηση αυτών των τεράστιων όγκων δομικού υλικού δεν υπήρχαν προφανώς βαρούλκα και γερανοί. Χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτό εκτεταμένες ράμπες, γλίστρες, βάρκες, μοχλοί, σκοινιά και τεράστιος αριθμός εργατών (σκλάβων). Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πάνω από 100.000 άνθρωποι δούλεψαν γι' αυτές τις κατασκευές, περισσότερα από 20 χρόνια! Πέρα από τη χρήση των νέων υλικών και την κατασκευή ογκωδών κτηρίων, αυτό που αποτελεί πρωτοτυπία στα αιγυπτιακά δημόσια κτήρια είναι οι κίονες (στύλοι, κολώνες). Ήδη αυτή την εποχή αποτελούν μια ενιαία ενότητα ο στύλος, το κιονόκρανο και το πέδιλο, τα οποία θα αποτελέσουν αργότερα σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία στην ελληνική οικοδομική τέχνη. 




Χρονολογίες και δυναστείες της αρχαίας Αιγύπτου.

Περίπου 3 χιλιετίες π.κ.χ. καταγράφεται η πρώτη ιστορική χρήση του τόξου ως πολεμικού εργαλείου από τους αρχαίους Αιγυπτίους και συγκεκριμένα σε πόλεμο εναντίον των Περσών, οι οποίοι πολεμούσαν ακόμα με ακόντια και σφεντόνες. Το πρώτο τόξο ήταν ένα μακρύ κομμάτι ελαστικού ξύλου, το οποίο με την τοποθέτηση ενός τένοντα (χορδής) έπαιρνε καμπύλο σχήμα, περίπου όπως φτιάχνεται σήμερα ένα τόξο από καλάμι για παιχνίδι.

Πιθανολογείται ότι οι Ασσύριοι γύρω στο 1.200 π.κ.χ. προσέθεσαν στο απλό καμπύλο σχήμα του τόξου δύο προεκτάσεις στα άκρα σε σχήμα κύρτωσης αντίθετης προς την καμπύλη του τόξου, δημιουργώντας έτσι ένα νέο τύπο τόξου, το «αντίκυρτο τόξο» γνωστό. Το αντίκυρτο τόξο αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην πολεμική τεχνολογία, γιατί ήταν δυνατότερο και πολύ κοντύτερο, πράγμα που το έκανε πιο ευέλικτο και βολικό για τους έφιππους πολεμιστές. Σε σπουδαίους τοξότες, έφιππους και πεζούς, εξελίχθηκαν οι Σκύθες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ένα αντίκυρτο τόξο φτιαγμένο από ξύλο, τένοντα και κέρατο ζώου. Αυτό το τόξο διαδόθηκε ευρέως και έγινε γνωστό ως ασιατικό σύνθετο.

Από παπύρους ηλικίας μέχρι και 4.000 ετών προκύπτει ότι στην αρχαία Αίγυπτο υπήρχε ένα σημαντικό σύνολο ιατρικών γνώσεων, οι οποίες σε πολλά σημεία βέβαια ταυτίζονται με θρησκευτικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες και ταυτόχρονα λειτουργεί ένα δίκτυο ιατρικών υπηρεσιών. Πρόκειται για εξαιρετικό δείγμα πολιτισμού που ήταν ήδη αρχαίος σε σχέση με τον ελληνορωμαϊκό. Οι πάπυροι αυτοί (Ebers, Edwin Smith κ.ά.) θεωρούνται ότι αποτελούν «...τον παλαιότερο στον κόσμο πυρήνα αληθινής επιστημονικής γνώσης» και «Οι γνώσεις τους για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος είναι εντυπωσιακές, παρ' όλο που πολλά πράγματα δεν τα κατανοούσαν» (James Allen, metropolitan Museum New York).

Ο πάπυρος Ebers αποκαλύπτει ότι οι γιατροί της αρχαίας Αιγύπτου γνώριζαν καλά πως το αίμα αντλείται από τον καρδιακό μυ και κυκλοφορεί σ' όλο τον οργανισμό - αντίληψη που στη Δύση καθιερώθηκε μόλις τον 17ο αιώνα. Στον ίδιο πάπυρο αναφέρεται επίσης, πώς πρέπει να ράβονται τα τραύματα, ενώ περιέχονται και οι αρχαιότερες περιγραφές για τις επιπτώσεις των εγκεφαλικών κακώσεων και γίνονται αναφορές στη μήνιγγα, τη μεμβράνη που καλύπτει τον εγκέφαλο.

Αιγυπτιακός Πάπυρος (Πάτημα με το ποντίκι για μεγάλη εικόνα)
Το κείμενο του παπύρου που πήρε το όνομα του Edwin Smith (Σμιθ), ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα αγόρασε τον πάπυρο και τον μετέφρασε, εντυπωσιάζει το σύγχρονο αναγνώστη με το πολύπλευρο περιεχόμενό του. Από τα πλέον αξιοπερίεργα, από τη σημερινή σκοπιά, στοιχεία του παπύρου είναι κείμενα τελετουργικών «επωδών» (ξόρκια) για εκδίωξη των δαιμόνων και προσέλκυση των καλών πνευμάτων.  ωστόσο στο μεγαλύτερο μέρος του παπύρου περιέχονται μεθοδικά εμπειρικές περιγραφές ασθενειών και τραυματισμών, διαγνώσεις και θεραπευτικές αγωγές.

Μερικές συμβουλές αναφέρονται στην επικάλυψη επιφανειακών πληγών με μέλι (φυσικός τρόπος καταπολέμησης βακτηριδίων) και στη χορήγηση σε ασθενείς παρασκευάσματος από λεπτό φλοιό ιτιάς, που περιέχει μια φυσική αναλγητική ουσία, χημικώς συγγενή με την ασπιρίνη! Σε άλλο σημείο του κειμένου συστήνεται η επίθεση μουχλιασμένου ψωμιού σε πληγές, κάτι που αποδείχθηκε τον 20ο αιώνα ότι μπορεί να προκαλέσει ευεργετικά αποτελέσματα λόγω της πενικιλίνης. Και παρ' ότι στην αρχαία Αίγυπτο ήσαν γνωστά τα μέταλλα, οι γιατροί χρησιμοποιούσαν σε επεμβάσεις νυστέρια πέτρινα, ιδίως από πυρόλιθο, ακονισμένα προσεκτικά λίγο πριν από την εγχείριση, ώστε η αναπτυσσόμενη θερμότητα κατά το ακόνισμα να τα αποστειρώνει.

Η προετοιμασία σορών για μουμιοποίηση χάρισε στους ειδικούς εκείνης της εποχής λεπτομερείς γνώσεις ανατομίας και περιποίησης τραυμάτων. Γνώριζαν ότι ο τραυματισμός στη μία κρανιακή πλευρά προκαλούσε παράλυση στην αντίθετη πλευρά του σώματος, ενώ στον πάπυρο περιέχεται ακόμη η συμβουλή στους γιατρούς, να διερευνούν κρανιακές κακώσεις με δακτυλοσκόπηση, πριν αποφανθούν με σαφήνεια για το είδος των πληγών.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, με συγκρατημένο ύφος και προσεκτική προσέγγιση, ο συγγραφέας ή οι συγγραφείς του παπύρου συστήνουν στους ιατρούς να «μην κάνουν τίποτε, παρά να περιμένουν να δουν εάν ο οργανισμός θα έχει μόνος του αντιδράσεις ίασης». Η συγγραφή αυτού του συγγράμματος τοποθετείται χρονικά στον 17ο αιώνα π.κ.χ., περίπου εννέα αιώνες μετά την ανέγερση των Μεγάλων Πυραμίδων και κάπου έναν αιώνα πριν από την εποχή του Μωϋσή. Στο κείμενό του χρησιμοποιούνται λέξεις που κατά τη συγγραφή του παπύρου ήσαν ήδη αρχαϊκές για τους αναγνώστες και ο συντάκτης τις επεξηγεί. Αυτό δείχνει ότι ο συγκεκριμένος πάπυρος αποτελεί αντίγραφο ντοκουμέντου παλαιότερου κατά μερικούς αιώνες.

Ο συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει το λεγόμενο ιερατικό γλωσσικό ιδίωμα της αιγυπτιακής γραφής που είναι πιο αφηρημένη γραφή από τα ιερογλυφικά. Εναλλάσσει μαύρη και κόκκινη μελάνη και καταγράφει συνολικώς 48 ιατρικές περιπτώσεις από την κορυφή της κεφαλής μέχρι τους ώμους και το στήθος. Εκεί σταματάει απότομα και οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι στο πρωτότυπο κείμενο συνεχιζόταν η περιγραφή, μέχρι τα πόδια. Το γεγονός ότι στον πάπυρο γίνεται αναφορά κυρίως σε τραυματισμούς, παρακεντήσεις αποστημάτων και σε κατάγματα, δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα εγχειρίδιο αντιμετώπισης τραυματισμών που προκλήθηκαν σε μάχες. Πάντως, σε μία περίπτωση ασχολείται ο συγγραφέας με την αφαίρεση όγκου από το στήθος, ενώ σε ένα πρόσθετο απόσπασμα γίνεται αναφορά σε συνταγή για παρασκευή «πομάδας», με την οποία πετυχαίνει ο χρήστης νεανικότερη εμφάνιση.

Με την πάροδο των δεκαετιών και αιώνων που διευρύνθηκε η επιρροή των «μεγάλων δυνάμεων» με κατακτήσεις εδαφών και υποδούλωση γειτονικών λαών, περισσότερο βέβαια τα κράτη της Μεσοποταμίας και λιγότερο η Αίγυπτος, αναπτύχθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο διάφορες πόλεις, στις οποίες οι κάτοικοι επιδίδονταν σε ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες, όπως η Βύβλος, η Σιδών και η Τύρος. Σ' αυτές τις περιοχές είχαν εγκατασταθεί οι Φοίνικες, οι οποίοι επηρέασαν σχεδόν όλες τις παραμεσόγειες περιοχές με τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριό τους. Μεταξύ 1100 και 700 π.κ.χ. ίδρυσαν οι Φοίνικες διάφορες «αποικίες», διασημότερη από τις οποίες ήταν η Καρχηδών (Carthago = Qart Hadas = Νέα Πόλη) στη σημερινή Λιβύη.

Σημαντική επιρροή των πολιτισμών της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου υπήρξε και στο χώρο του Αιγαίου, κυρίως στα νησιά των Κυκλάδων. Περί το 2500 π.κ.χ. φαίνεται να υπάρχει στο Αιγαίο σημαντική ευμάρεια, λόγω και των μεταλλευμάτων χρυσού, άργυρου, χαλκού, μόλυβδου και σιδήρου που ανακαλύφθηκαν στο υπέδαφος μερικών νησιών. Η Δήλος ήταν αυτή την εποχή κέντρο τεχνιτών και εμπόρων. Μετά το 2500 π.κ.χ. μετατίθεται όμως το επίκεντρο στην Κρήτη


Προκλασικές εποχές II


Αγρότες και κτηνοτρόφοι
Στις χιλιετίες προς το τέλος της τελευταίας περιόδου παγετώνων άρχισε να βελτιώνεται το κλίμα της Γης και οι κεντρικές και βόρειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αμερικής ελευθερώνονταν σταδιακά από τους πάγους. Τα είδη φυτών των νοτιότερων περιοχών επεκτάθηκαν προς βορρά και οι νότιες περιοχές απέκτησαν εύκρατο κλίμα. Με την υποχώρηση διαφόρων ζώων του ψυχρού κλίματος προς βορρά ακολούθησαν και οι κυνηγοί, οι οποίοι δημιούργησαν και σ' αυτές τις περιοχές σημεία συγκεντρώσεως και εστίες φωτιάς. Το κλίμα στη βόρεια Αφρική έγινε σταδιακά στεγνό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έρημοι. Οι κυνηγοί αυτών των περιοχών μετανάστευσαν στη διάρκεια των αιώνων και των χιλιετιών, είτε στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, στη νότια Ευρώπη, όπου συνάντησαν το κλίμα που γνώριζαν οι πρόγονοί τους από την Αφρική, είτε ανατολικά προς τη σημερινή Παλαιστίνη μέχρι τη Μεσοποταμία, περιοχές που σήμερα ονομάζονται Μέση Ανατολή (ευρωπαϊκή σκοπιά). Σ' αυτές τις περιοχές ξεκίνησε η καλλιέργεια εδαφών και η εκτροφή οικόσιτων ζώων. Η εγκατάσταση σε μια περιοχή δεν φαίνεται να είναι ακόμα μόνιμη, κρατούσε όμως μέχρι να θεριστούν τα σιτηρά και να συλλεγούν οι καρποί. Μετά ακολουθούσε μια μάλλον μικρή μετακίνηση, όπου σε νέα εδάφη οι πρόγονοί μας ξεκινούσαν νέες καλλιέργειες.
Από ευρήματα στην κοιλάδα του Ιορδάνη συμπεραίνεται ότι ήδη πριν από 23.000 χρόνια υπήρχε εκεί κάποιος πρόσκαιρος ή μονιμότερος οικισμός (Ohalo), ο οποίος καλύφθηκε σταδιακά από τα νερά της λίμνης Γενησαρέτ, λόγω κάποιων γεωλογικών μεταβολών στην περιοχή και διατηρήθηκε μέχρι πριν μερικές δεκαετίες. Στα αρχαιολογικά ευρήματα περιλαμβάνονται περιδέραια, λίθινα εργαλεία, οστά γαζέλας με σκαλισμένα πάνω τους τελετουργικά σημάδια, ένας ανθρώπινος σκελετός και το παλαιότερο, μέχρι τώρα, στρώμα από χόρτο. Βρέθηκαν επίσης μεγάλες ποσότητες υπολειμμάτων από σπόρους δημητριακών, μούρα, σύκα και αμύγδαλα!
Ενώ υπάρχουν ευρήματα για καλλιέργειες κριθαριού, χόρτου και άλλων δημητριακών ήδη πριν από 20-25 χιλιάδες χρόνια, το σιτάρι φαίνεται να προέκυψε αργότερα, μετά το 8.000 π.κ.χ. (=προ κοινής χρονολόγησης), πιθανόν από γενετικές μεταλλάξεις και συνδυασμούς άλλων τύπων δημητριακών. Το σιτάρι δεν αναπαράγεται με φυσιολογικό τρόπο, σε αντίθεση με άλλα δημητριακά, γιατί οι κόκκοι του δεν έχουν την ικανότητα να ελευθερωθούν και να μεταφερθούν με τον αέρα. Αυτό οφείλεται στην πυκνή και σταθερή δομή των κόκκων στο στάχι. Ανάλογη ήταν η εξέλιξη της καλλιέργειας οσπρίων (φασόλια, μπιζέλια και φακές). Με τη σταδιακή αύξηση της αγροτικής παραγωγής και την καλλιέργεια μονοετών και διετών φυτών, επεκτάθηκε αναγκαστικά και ο χρόνος παραμονής σε κάθε περιοχή προσωρινής εγκαταστάσεως. Μεταξύ σποράς και θερισμού ή συλλογής καρπών, συνεχίζονταν βέβαια το κυνήγι και το ψάρεμα. Να σημειωθεί εδώ ότι σε όλες τις πρωτόγονες αγροτικές κοινωνίες αναπτύχθηκε καταρχάς μεν η καλλιέργεια δημητριακών, αλλά διαφορετικού είδους σε κάθε ευρύτερη περιοχή: στη Μέση Ανατολή αναφέρθηκε ήδη το σιτάρι, στην Ανατολική Ασία και αλλού αναπτύχθηκε το ρύζι, ενώ στις αγροτικές κοινωνίες της Αμερικής το καλαμπόκι.
Περίπου πριν από 10.000 χρόνια παρουσιάζεται μία νεότερη επαναστατική καινοτομία, μετά την αρχική κατασκευή εργαλείων: Τα εργαλεία κατασκευάζονται πλέον, όχι μόνο με λάξευση λιθαριών, αλλά και με λείανση. Οι άνθρωποι Κρομανιόν έτριβαν την πέτρα που ήθελαν να μετατρέψουν σε εργαλείο, πάνω σε μια άλλη, σκληρή πέτρα, με παρεμβολή άμμου και νερού. Αυτή η μέθοδος τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν πιο σκληρά υλικά από το πυρίτιο (τσακμακόπετρα), για να κάνουν με αυτά πιο κοφτερά και αιχμηρά εργαλεία και όπλα. Αυτή ακριβώς η καινοτομία σηματοδοτεί την έναρξη της τελευταίας λίθινης περιόδου, της λεγόμενης νεολιθικής.
Η απασχόληση με τη γεωργία επέβαλε την ομαδική διαμονή και κατανομή εργασιών. Στις αγροτικές περιοχές δεν υπήρχαν όμως φυσικές σπηλιές, με αποτέλεσμα να αρχίσει η κατασκευή καλυβιών από υποπροϊόντα των καλλιεργειών, κλαδιά δέντρων, πηλό, πέτρες κλπ. Η συσσώρευση καλυβιών δημιούργησε τους πρώτους οικισμούς και τα πρώτα χωριά, με αποτέλεσμα να προκύψουν προβλήματα αλληλεξάρτησης και ιεραρχίας. Αυτή την εποχή περίπου πρέπει να συγκροτούνται:
  • η διοίκηση των οικισμών για την επιβολή κανόνων, τη διαχείριση των διαθέσιμων προϊόντων και το συντονισμό των εργασιών, 
  • το θρησκευτικό ιερατείο για τη νομιμοποίηση της εξουσίας με αναγωγή σε υπερφυσικά, συνήθως επουράνια πνεύματα και
  • οι στρατιωτικές ομάδες για επιβολή της τάξης, υπεράσπιση του οικισμού και κατάκτηση ή λεηλασία των γειτονικών οικισμών.
Στις περιοχές της μέσης Ανατολής έγιναν κατοικίδια διάφορα τοπικά άγρια ζώα, όπως χοίροι, πρόβατα, κατσίκες, βοοειδή και σκύλοι. Ειδικότερα, οι χοίροι και οι σκύλοι έτρωγαν τα απορρίμματα της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Σ' αυτές τις περιοχές δημιουργήθηκε η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ ανθρώπου και σκύλου. Παράλληλα αξιοποιήθηκαν το γάλα, το μαλλί και τα κόκαλα των προβάτων και των κατσικιών.


στρογγυλή κατοικία, στο πάνω μέρος η έξοδοςπύργος του τοίχους της Ιεριχούςαγαλματίδιο
Νεολιθικά ευρήματα στην Ιεριχώ, ίδρυση περί το 8.000 π.κ.χ.
 
Λόγω της σχετικής ευφορίας των περιοχών της Μέσης Ανατολής και της σταδιακής βελτιώσεως των αγροτικών και κτηνοτροφικών μεθόδων, αυξήθηκε η παραγόμενη ποσότητα τροφής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί και ο πληθυσμός στην περιοχή. Περί το 5.000 π.κ.χ. μετακινήθηκαν μερικές ομάδες από άγονες ορεινές περιοχές με σημαντικές βροχοπτώσεις, σε παρακείμενες πεδινές περιοχές, γόνιμες μεν αλλά με λιγότερες βροχοπτώσεις. Για να καλύψουν αυτές οι ομάδες τις ανάγκες διατροφής τους, άρχισαν να αξιοποιούν το νερό των ποταμών για αρδευτικούς σκοπούς. Στη Μέση Ανατολή ήταν εκείνη την εποχή γνωστά, εκτός από τα δημητριακά και τα όσπρια, επίσης οι ελιές, οι αχλαδιές, οι αμυγδαλιές και οι συκιές. Για τη στέγαση των ομάδων της περιοχής κατασκευάζονταν στρογγυλές καλύβες, οι οποίες δεν ήταν ιδιαίτερα σταθερές. Αυτό δεν ενοχλούσε όμως πολύ, γιατί κάθε ομάδα παρέμενε στην ίδια περιοχή 5-8 χρόνια. Με αυξανόμενο χρόνο διαμονής σε μια περιοχή γινόντουσαν οι καλύβες όλο και πιο σταθερές, συχνά ορθογώνιες για εξοικονόμηση χώρου, σταδιακά με χρήση ξύλου και λάσπης ή πηλού, μερικές φορές με ενσωματωμένες ενισχύσεις από κλαδιά δέντρων. Σε ευρεία χρήση ως οικοδομικά υλικά ήταν επίσης πέτρες που βρίσκονταν στην περιοχή ή πλίθρες που είχαν διαμορφωθεί από λάσπη και είχαν στεγνώσει (ψηθεί) στον ήλιο. Γύρω από τους οικισμούς άρχισαν να υψώνονται τείχη από πέτρες ή λάσπη για ομαδική προστασία. Για την καλλιέργεια της Γης χρησιμοποιούν οι γεωργοί της εποχής εργαλεία από πέτρα και ξύλο, όπως τσάπες, αξίνες, φτυάρια και αλέτρια.  Έχουν βρεθεί εργαλεία με ξύλινες λαβές και πέτρινη αιχμή ή πέτρινο μαχαίρι στην άκρη. Για τη μεταφορά νερού κατασκευάζονται ασκοί από δέρμα ζώων. Για την επεξεργασία των σιτηρών χρησιμοποιείται μια σκληρή πέτρα που τρίβεται πάνω σε μια ίδια σκληρή βάση. Το αλεύρι ανακατεύεται με νερό ή λάδι και το ζυμάρι ψήνεται σε φούρνους. Για τη διατήρηση των σπόρων χρησιμοποιούνται δοχεία από δέρμα ζώων ή από κεραμικά υλικά. Τα κεραμικά δοχεία διαμορφώνονται με το χέρι και ψήνονται σε κλιβάνους. Αργότερα άρχισε η διακόσμηση και ζωγράφιση των επιφανειών τους.
Οι τρίχες από τις κατσίκες και το μαλλί των προβάτων τεντώνεται με τη χρήση ξύλινων ράβδων. Με τον ίδιο τρόπο γνέθεται το λινάρι για τη δημιουργία λινών υφασμάτων. Τα νήματα χρωματίζονται με διάφορες φυσικές μπογιές και υφαίνονται με πρωτόγονους αργαλειούς σε υφάσματα. Τα κατακόρυφα νήματα (στημόνια) τεντώνονται με πέτρες που είναι δεμένες στα άκρα τους και ανάμεσά τους περνιέται με μια κοκκάλινη βελόνα το υφάδι (κρόκη).
Ένα παράδειγμα οικισμού αυτής της περιόδου αποτελεί η Ιεριχώ, ίσως η αρχαιότερη «πόλη» της ιστορίας, αν και πρόκειται περισσότερο για ένα κατοικημένο φρούριο. Ο οικισμός αυτός πρέπει να ιδρύθηκε περί το 8000 π.κ.χ. σε μια όαση και έκτοτε κατοικείτο διαρκώς, με τη δημιουργία μεγάλου αριθμού επάλληλων πόλεων. Η πρώτη μορφή του οικισμού περιελάμβανε κυκλικά και ελλειψοειδή σπίτια από πλίθρες. Μεταγενέστερα κτήρια ήταν ορθογώνια με περισσότερα από ένα δωμάτια. Μερικά κτήρια προορίζονταν για θρησκευτικές τελετές. Γύρω από τον οικισμό υπήρχε πέτρινο τείχος με κυκλικούς πύργους. Η απασχόληση των κατοίκων της Ιεριχούς ήταν αγροτική και κτηνοτροφική. Αρχικά δεν φαίνεται να κατασκευάζονταν υφάσματα και δεν υπήρχε κατανομή εργασίας, εκτός από αυτό που επέβαλε η φύση του κάθε ανθρώπου.
Στα τέλη του 20ου αιώνα εντοπίστηκαν ερείπια οικισμού της ίδιας περίπου εποχής με την Ιεριχώ, στη σημερινή θέση Μαρουλάς της Κύθνου. Ο προϊστορικός αυτός οικισμός φαίνεται να είναι η μόνη έως τώρα θέση του Αιγαίου με κτιστά οικιστικά κατάλοιπα, μαζί με τις ταφές, τα «λείψανα» τροφής, τα λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο, οψιανό και χαλαζία. Ο οικισμός ανάγεται σε μία ακεραμική περίοδο και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, μάλλον πρόκειται για μία εγκατάσταση ψαράδων στο νησιώτικο χώρο του Αιγαίου, η οποία καταστράφηκε λόγω της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης. Ένα ανθρώπινο οστό που βρέθηκε στην ίδια περιοχή χρονολογείται από το 7.500 π.κ.χ. Είναι χαρακτηριστική η αφθονία οψιανού στα ευρήματα - το 15,5% του συνολικού λίθινου υλικού - κάτι που σημαίνει ότι υπήρχε σύνδεση της Κύθνου με τη Μήλο, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 70-80 χιλιομέτρων. 'Αλλα χαρακτηριστικά των λίθινων ευρημάτων είναι ότι πολλά από αυτά έχουν υποστεί επανεπεξεργασία από νεότερους πληθυσμούς, επειδή άλλαζε η «τεχνολογία» της εποχής.

Τα κτήρια στον Μαρουλά είναι κυκλικά και ελλειψοειδή, έχουν όμως καταστραφεί ή διαβρωθεί εν μέρει από τη θάλασσα. Τα θεμέλια έχουν διάμετρο 3,2-3,45m με δάπεδα από μεγάλες και μικρές πλάκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο των καλυβιών δεύτερο πλακόστρωτο και ταφές με τους νεκρούς σε συνεπτυγμένη στάση. Τα υπολείμματα τροφής που βρέθηκαν περιλαμβάνουν χιλιάδες χερσαία σαλιγκάρια, θαλάσσιες πεταλίδες και οστά ψαριών, ανάμεσά τους κι ενός τόνου, καθώς επίσης οστά μικρών ζώων και πτηνών. Μεταγενέστερες της Ιεριχούς και του Μαρουλά είναι οι οικισμοί Χοιροκοιτία,  κοντά στη σημερινή Λάρνακα της Κύπρου, η Catal Hοyuk  στην κεντρική Μικρά Ασία και η Nevali Cori στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, οι οποίες δημιουργήθηκαν στο διάστημα 7.500 μέχρι 6.000 π.κ.χ. Πριν από το 6.000 π.κ.χ. δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο οικισμοί κοντά στη σημερινή Νέα Νικομήδεια (Μακεδονία) και στο Σέσκλο της Θεσσαλίας. Περί το 5.000 π.κ.χ. η Χοιροκοιτία είχε τον ίδιο πληθυσμό με την παλαιστινιακή Ιεριχώ. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας εξέτρεφαν πρόβατα, κατσίκες και χοίρους. Επίσης καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, φακές και μπιζέλια.
Εκτός από αγροτικές και κτηνοτροφικές, απασχολούνταν οι κάτοικοι αυτών των οικισμών και με εμπορικές εργασίες. Προϊόντα εμπορίου ήταν αγαλματίδια και χρηστικά είδη από χαλκό, μόλυβδο και ηφαιστειακή λάβα. Τα σπίτια ήταν θολωτά με μία οπή στην κορυφή για φωτισμό και εξαερισμό. Οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας έθαβαν τους νεκρούς σε στενούς τάφους κοντά στα σπίτια.  δεν υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι ήταν γνωστή η λατρεία κάποιας μορφής θεών. Η μέση διάρκεια ζωής εκείνη την εποχή δεν ήταν πάνω από 22 έτη, κάτι που δεν άλλαξε για αιώνες και χιλιετίες, λόγω της μεγάλης παιδικής θνησιμότητας, της ελλιπούς υγιεινής, της ανεπαρκούς διατροφής και των επιδημιών. Οι άνδρες έφταναν σε ηλικίες μέχρι 35 ετών, οι γυναίκες λίγο χαμηλότερα. Λόγω αυτής της σύντομης διάρκειας ζωής δεν υπήρχαν αξιόλογα χρονικά περιθώρια για να αποκτηθεί εμπειρία που θα διοχετευόταν σε βελτιώσεις εργαλείων και μεθόδων. Για κάθε αλλαγή απαιτείτο χρονικό διάστημα αιώνων και χιλιετιών!

Προκλασικές εποχές I



Λίθινη εποχή μέχρι το 5000 π.κ.χ.

Η εξέλιξη από τα ανώτερα πρωτεύοντα είδη προς τον άνθρωπο πραγματοποιείται στη λεγόμενη πλειστόκαινη περίοδο (=πάρα πολύ πρόσφατη) της τεταρτογενούς γεωλογικής ιστορίας της Γης. Αυτή η περίοδος άρχισε πριν από περίπου 3 εκατομμύρια έτη, στη διάρκεια των οποίων παρουσιάστηκαν 4 εποχές παγετώνων, κάθε μία με διάρκεια 50-100 χιλιάδες χρόνια. Η τρέχουσα εποχή της Γης είναι «θερμή», έχει ήδη μια ηλικία της τάξης των 14.000 ετών και ονομάζεταιολόκαινος. Στην επιστήμη δεν υπάρχει ακόμα συμφωνία απόψεων, από ποια χρονολογία και μετά μπορούμε να μιλάμε για ύπαρξη ανθρώπων στη Γη, δηλαδή πότε αποχωρίστηκαν ο σημερινός homo sapiens και ο homo neandertalensis από τον κοινό πρόγονό τους, τον homo heidelbergensis και αυτός, μαζί με τον homo erectus (=όρθιος άνθρωπος), από τον κοινό πρόγονό τους, τον homo ergaster (= άνθρωπος των εργαλείων) κ.ο.κ.

Οι παλαιοανθρωπολόγοι δέχονται, με πολλές και διάφορες παραλλαγές, ότι το ανθρώπινο είδος κατάγεται από τον ραμαπίθηκο, ένα θηλαστικό που έζησε πριν από 10-20 εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη, είχε ένα βάρος περί τα 18 κιλά και ζούσε στα δέντρα. Εκτιμάται ότι από αυτόν τον ραμαπίθηκο προέκυψαν δύο γραμμές εξελίξεως, αφενός οι ανθρωπίδες (anthropidae) και αφετέρου οι μεγάλοι πίθηκοι. Κύριος κρίκος στην αλυσίδα των εξελίξεων προς το ανθρώπινο είδος πρέπει να ήταν ο λεγόμενοςαυστραλοπίθηκος (=νότιος πίθηκος).

Από ευρήματα στην Τανζανία, όπου σε μια χαράδρα εντοπίστηκαν σκελετοί 20 ατόμων, μαζί με υπολείμματα τροφής, διαπιστώνεται ότι αυτοί οι πίθηκοι είχαν χείλη, κνήμες και πέλματα που έμοιαζαν περισσότερο με αυτά του σημερινού ανθρώπου, παρά με του πιθήκου. Είχαν μικρότερη σωματική διάπλαση, στέκονταν όρθιοι και έτρεχαν, ήταν δε σε θέση να μεταφέρουν σε μεγάλες αποστάσεις φορτία, πράγμα που δεν μπορούν να κάνουν ακόμα και σήμερα οι εξελιγμένοι πίθηκοι. Ο αυστραλοπίθηκος ήταν σαρκοφάγο είδος. Σύμφωνα με ευρήματα στην Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη είναι πιθανόν ότι, πριν από 1,5-2 εκατομμύρια χρόνια, ίσως όμως και περισσότερα, προέκυψε εξελικτικά και διαμορφώθηκε από τον αυστραλοπίθηκο ο άμεσος πρόγονος του σημερινού ανθρώπινου είδους, ο homo erectus (=όρθιος άνθρωπος). Χαρακτηριστικό στοιχείο ευρημάτων για την παρουσία του homo erectus είναι ο χειροπέλεκυς, τον οποίο χρησιμοποιούσε αυτός ο πρόγονος για τη λάξευση υλικών.

Ο εγκέφαλος του «όρθιου ανθρώπου» που ήταν περίπου μισός σε όγκο από αυτό του μέσου σημερινού ανθρώπου, του προσέδιδε την απαιτούμενη ευφυΐα για να κατασκευάζει καλύβες με δάπεδο από πέτρινες πλάκες, αν δεν εύρισκε κάποια σπηλιά να εγκατασταθεί, να επεξεργάζεται το ξύλο για την κατασκευή χρηστικών και πολεμικών αντικειμένων (κύπελλο, δόρυ) κτλ. Ο erectus βρίσκεται περίπου στο μέσον μεταξύ ανθρώπου και πιθήκου και είναι ο πρώτος στην εξελικτική αλυσίδα που έχει ασύμμετρο εγκέφαλο και γι' αυτό ευνοείται το ένα χέρι του, συνήθως το δεξί, όπως και σήμερα στους ανθρώπους. Οι χειροπελέκεις που έχουν βρεθεί ανάμεσα στα λείψανα «όρθιων ανθρώπων» είναι κατασκευασμένοι για δεξιόχειρους χρήστες.

Περίπου πριν από 750.000, σύμφωνα με ευρήματα, μαθαίνει ο homo erectus τη χρήση και διατήρηση της φωτιάς. Στην Κίνα έχουν εντοπιστεί ίχνη φωτιάς με ηλικία της τάξης των 600.000 ετών. Είναι φυσικά άγνωστες οι ακριβείς συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβη αυτό το γεγονός, εκτιμάται όμως ότι, είτε κοντά σε κάποιο ηφαίστειο, είτε μετά από πυρκαγιά δάσους που προκάλεσαν οι κεραυνοί, εξασκήθηκε ο πρόγονός μας στο χειρισμό της φωτιάς. Σε όλες τις μυθολογίες και λαϊκές παραδόσεις των μεταγενέστερων λαών διασώθηκαν ιστορίες για την κατάκτηση της φωτιάς.

Άλλοτε ένας ήρωας (Προμηθέας!) κι άλλοτε ένα μυστηριώδες θηρίο ανακαλύπτει ή υποκλέπτει ή μεταφέρει το μυστικό της φωτιάς, πράγμα που δηλώνει πόσο σημαντικό ήταν αυτό το γεγονός για την εξέλιξη των προγόνων μας. Η φωτιά απέκτησε έκτοτε, ως πηγή φωτός και θερμότητας, τη βαθιά ψυχολογική δύναμη που διατηρεί μέχρι σήμερα για τους ανθρώπους. Οι κομιστές και διαχειριστές της φωτιάς πρέπει να έπαιρναν στα μάτια των ομοφύλων τους γιγαντιαίες διαστάσεις επιβλητικών ανθρώπων που διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις και κατείχαν υπέρτατα μυστικά και οι οποίοι μπορούσαν να ελέγχουν και εξουσιάζουν τις μικρές κοινωνίες, αφού «αποφάσιζαν» με τη διάθεση ή αφαίρεση της φωτιάς για ζωή και θάνατο.

Σ' αυτές τις εποχές πρέπει να ανάγονται, αφενός η συγκρότηση των πρώτων δοξασιών για πνεύματα, δαίμονες και θεούς και αφετέρου η καθιέρωση ιερατείου για την επικοινωνία με αυτά τα πνεύματα. Σε όλες τις θρησκείες παίζει η φωτιά, είτε παλαιότερα με τις θυσίες, είτε μεταγενέστερα απλώς με το άναμα κεριών και θυμιαμάτων, ένα ιδιαίτερο ρόλο (Αν. Βακαλούδη: «Η γένεση του θεϊκού ανθρώπου στις αρχαίες θρησκείες», βλέπε βιβλιογραφία).

Σύμφωνα με τα ευρήματα, εκτιμάται ότι η Ευρώπη, η Κίνα και η Ινδονησία αποικήθηκαν με μεταναστεύσεις από την Αφρική σταδιακά πριν από 800 ως 500 χιλιάδες χρόνια. Το επόμενο βήμα στη μακρόχρονη εξελικτική πορεία του homo erectus είναι ότι προέκυψε από αυτόν ένα νέο είδος, ο homo sapiens. Λόγω της αργής εξελίξεως δεν είναι όμως δυνατόν να εντοπιστεί επακριβώς χρονικά και γεωγραφικά η εκκίνηση αυτού του νέου είδους. Έτσι, προς το παρόν δεν φαίνεται δυνατόν να μπορεί να εκτιμηθεί, αν λείψανα ηλικίας περίπου 800.000 ετών στην Ισπανία ή νεότερα στην Ελλάδα (Χαλκιδική), ανήκουν σε μετανάστες homo erectus ή υπάγονται ήδη στο βελτιωμένο είδος του homo sapiens.

Όποτε και όπου κι αν προέκυψε αυτό το νέο ευφυές είδος στο ζωικό βασίλειο, σίγουρο είναι ότι τα μέλη του ήταν νομάδες. Ζούσαν σε μικρές ή μεγάλες ομάδες και περιφέρονταν για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια αναζητώντας τροφή, αφενός συλλέγοντας καρπούς και σπόρους και αφετέρου κυνηγώντας ζώα, πτηνά και ψάρια. Όποτε προέκυπτε μεγάλη ποσότητα τροφής, γινόταν «γλέντι», σε περιόδους ελλείψεων έπεφτε πείνα.

Η αποθήκευση τροφίμων για τις «κακές» μέρες δεν ήταν δυνατή, σίγουρα επειδή η νομαδική ζωή με τις συνεχείς και απρόβλεπτες μετακινήσεις δεν το επέτρεπε, κυρίως όμως επειδή το επίπεδο οργάνωσης των ομάδων δεν επαρκούσε για προβλέψεις πέρα από το σήμερα. Σε διάφορες περιοχές της Γης έχουν εντοπιστεί ίχνη παραμονής ομάδων κυνηγών, κυρίως εστίες φωτιάς· τα προς το παρόν παλαιότερα ασιατικά ίχνη βρίσκονται στο Κατάρ της αραβικής χερσονήσου με ηλικία της τάξης των 700.000 ετών και τα ευρωπαϊκά στην περιοχή της Βρετάνης (δυτική Γαλλία) και έχουν μια ηλικία περίπου 400.000 ετών.

Τα πρώτα εργαλεία των ανθρωποειδών πρέπει να ήταν φυσικές πέτρες, τις οποίες έριχναν οι πρόγονοί μας, περισσότερο ή λιγότερο επιδέξια για να σκοτώσουν κάποια θηράματα. Στη συνέχεια, οι πιο εξελιγμένοι απόγονοι επεξεργάζονταν κατάλληλες πέτρες ώστε να προκύψει μία αιχμηρή άκρη ή κοφτερή πλευρά, με την οποία κτυπούσαν τα ζώα, συχνά όμως και ανταγωνιστές για ένα κοψίδι από τα θηράματα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και διάφορα είδη ζώων που χρησιμοποιούν «εργαλεία» ή «όπλα» με σκοπό να σπάσουν καρπούς με σκληρό κέλυφος ή να επιτεθούν σε εχθρούς. Αυτές οι συμπεριφορές είναι γνωστές κυρίως για τους ανθρωπόμορφους πιθήκους, αλλά και το κοράκι της Αιγύπτου κτυπάει το αυγό με πέτρα για να το σπάσει ή το κοράκι της Καληδονίας λυγίζει ένα κομμάτι σύρμα προκειμένου να αγκιστρώσει την τροφή του που είναι δυσπρόσιτη. Αυτό που διαφοροποιεί όμως τους πρωτόγονους ανθρώπους από αυτά τα ζώα είναι ότι οι άνθρωποι διέθεταν ήδη εξελιγμένα χέρια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να επεξεργάζονται, από μια εποχή και μετά, τα εργαλεία τους, παντού περίπου με τον ίδιο τρόπο. Σε όλα τα σημεία παραμονής των πρωτόγονων ανθρώπων έχουν εντοπιστεί τέτοιες επεξεργασμένες πέτρες περίπου ίδιας μορφής, οι οποίες με την πάροδο των αιώνων και χιλιετιών γίνονται όλο και πιο αιχμηρές ή κοφτερές. Εκτός από την τεχνική επεξεργασίας, επιλέγεται δε και το καταλληλότερο υλικό για κάθε χρήση, συνηθέστερα η τσακμακόπετρα (πυρίτιο).

Τα εργαλεία που βρέθηκαν στους πρωτόγονους οικισμούς του Κατάρ, δείχνουν ότι οι κατασκευαστές και χρήστες τους πρέπει να διέθεταν αξιόλογη τεχνική επιδεξιότητα. Με αυτά τα όπλα μπορούσε ο άνθρωπος εκείνης της εποχής να αντιμετωπίσει μεγάλα αρπαχτικά ζώα. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να επιβιώσουν στη νέα περιοχή που δημιουργούσαν οικισμούς, στην πορεία τους από την Αφρική προς την Ευρώπη και την Ασία και μέσω αυτής στην Αμερική και στην Αυστραλία. Από το είδος των εργαλείων που βρέθηκαν στο Κατάρ (και πιθανότατα θα υπάρχουν και σε πολλά άλλα σημεία της αραβικής χερσονήσου), συνάγεται ότι η περιοχή της ερήμου της σημερινής Αραβίας πρέπει να ήταν ένας «παράδεισος» για όλα τα έμβια όντα. Οι άνθρωποι κυνηγούσαν κατά μήκος της αραβικής ακτής μεγαλόσωμους ελέφαντες, βουβάλια, αντιλόπες κ.ά. Πιθανότατα αυτή η συλλογική ανάμνηση των λαών της ερήμου πέρασε στις θρησκευτικές μυθοπλασίες ως ο «παράδεισος των πρωτόπλαστων» που χάθηκε λόγω της «ανυπακοής τους στο θεό» - στην πραγματικότητα λόγω κλιματικών αλλαγών που δεν ήταν οι πρωτόγονοι άνθρωποι σε θέση να ερμηνεύσουν.

Πριν από περίπου 200.000 χρόνια παρουσιάζεται ο άνθρωπος του Νεάντερταλ (Neandertal: πεδιάδα κοντά στο σημερινό Düsseldorf της Γερμανίας). Ίχνη αυτού του ανθρώπινου είδους, το οποίο έχει εκλείψει πριν από περίπου 35.000 χρόνια, εντοπίστηκαν επίσης σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας. Από σύγχρονες μελέτες του DNA αυτού του ανθρώπινου είδους προκύπτει ότι οι νεαντερτάλιοι συγγενεύουν περισσότερο με τον χιμπαντζή παρά με το σύγχρονο άνθρωπο. Ο διαχωρισμός των δύο ανθρώπινων ειδών πρέπει να έγινε πριν από περίπου 400.000 χρόνια.

Μελέτες και εκτιμήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι νεαντρετάλιοι νομάδες ζούσαν σε ομάδες των 20 μέχρι 30 ατόμων, ακολουθούσαν αγέλες ζώων ή κυνηγούσαν μεμονωμένα μεγαλόσωμα ζώα και μάζευαν καρπούς και σπόρους. Η εμφάνιση των νεαντερτάλιων συμπίπτει χρονικά με τη λήξη της προτελευταίας περιόδου παγετώνων. Όταν ακολούθησε η επόμενη περίοδος (η τελευταία από τη δική μας σκοπιά), οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να αντιμετώπιζαν πρόβλημα με τις νέες θερμοκρασιακές μεταβολές.

Έτσι εξηγείται ότι σε διάφορα σημεία της Ευρώπης έχουν βρεθεί εστίες φωτιάς μέσα σε μεγάλες σπηλιές. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις, αν και δεν καλύπτονται από ευρήματα, ότι οι άνθρωποι του Νεάντρεταλ φορούσαν ρούχα από δέρματα ζώων, τουλάχιστον στις ψυχρότερες περιοχές. Από τα υπολείμματα κυνηγιού και τροφής που έχουν βρεθεί συμπεραίνεται ότι οι νεαντερτάλιοι ήταν σε θέση να κυνηγήσουν και μεγαλόσωμα ζώα, πράγμα που απαιτούσε οργάνωση και υποτυπώδη καταμερισμό εργασίας στην ομάδα.

Τα διάφορα απολιθώματα δείχνουν ότι εχθρός και τροφοδότης του νεαντερτάλιου ήταν η μεγάλη αρκούδα των σπηλαίων και αντιστρόφως. Αφενός, κάθε πλευρά διεκδικούσε για λογαριασμό της την προστασία του σπηλαίου από το ψύχος, αφετέρου το σώμα καθενός μέλους της μιας πλευράς αποτελούσε ευπρόσδεκτη τροφή για τα μέλη της αντίπαλης πλευράς. Από διάφορα ευρήματα συμπεραίνεται ότι η μεγάλη αρκούδα είχε αναχθεί σε θεότητα στην πρώιμη θρησκεία των νεαντερτάλιων.

Οι άνθρωποι του Νεάντερταλ είχαν μόνο υποτυπώδεις επιδόσεις σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως στη ζωγραφική, αλλά και στη μουσική. Η πρωτογλώσσα που χρησιμοποιούσε αυτό το ανθρώπινο είδος πρέπει να περιείχε απλές σύντομες προτάσεις, χωρίς αφηρημένες έννοιες, περίπου όπως ενός σημερινού παιδιού ηλικίας 2-3 ετών. Επίσης, τα μέλη αυτών των ομάδων είχαν τη συνήθεια, αφενός να θάβουν τους νεκρούς, αφετέρου να υποστηρίζουν αναξιοπαθούντα μέλη της κοινότητας. Η ταφή των νεκρών φαίνεται να οφείλεται σε πρακτικούς λόγους και συγκεκριμένα στην αποφυγή συγκέντρωσης πτωματοφάγων ζώων γύρω από καταυλισμούς!

Η αλληλεγγύη των νεαντερτάλιων προς άλλα μέλη της κοινότητας, αν και φαίνεται απλώς μια συμπαθής συνήθεια, αποτελεί ένα σημαντικό, ασυνείδητο αρχικά βήμα του πρώιμου ανθρώπου να αποσυνδεθεί από τον ολοκληρωτικό έλεγχο που ασκεί η φύση σε όλους τους ζώντες οργανισμούς. Ένα ανάπηρο μέλος της οικογένειας που δεν μπορεί να τραφεί με ίδιες δυνάμεις, αφού δεν μπορεί να δραστηριοποιηθεί ως κυνηγός ή καλλιεργητής, δεν εγκαταλείπεται στις προβλέψεις της φύσης (που σημαίνει απόσυρση από τον κύκλο διατροφής και αναπαραγωγής, πράγμα που οδηγεί στο θάνατο) αλλά συνεχίζει να συμμετέχει στις δραστηριότητες της ομάδας, πιθανόν με δευτερεύουσες για την εποχή δραστηριότητες, φύλακα, χειρώνακτα, παιδαγωγού κτλ., οι οποίες δραστηριότητες δεν απαιτούν σωματικά χαρίσματα. Όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου για απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και πολιτισμικών προσόντων έχουν ως απώτερο στόχο την απεμπλοκή του ανθρώπινου είδους από την τυχαιότητα, τους μηχανισμούς της φυσικής επιλογής και το γενετικό προγραμματισμό.

Οι νεαντερτάλιοι εισήγαγαν πρωτοποριακές τεχνικές, δημιουργώντας τριγωνικά αιχμηρά τεμάχια για να χρησιμοποιηθούν ως μαχαίρια και αιχμές δοράτων, άλλα με τοξοειδή κοφτερή επιφάνεια για γδάρσιμο ή κόψιμο κτλ. Έτσι η επεξεργασία της πέτρας δεν γινόταν πια τυχαία και είχε ως στόχο την παραγωγή συγκεκριμένων εργαλείων, π.χ. για την κατασκευή ξύλινων δοχείων κτλ. Η αδιαμφισβήτητη ευφυΐα του νεαντερτάλιου ανθρώπου τον εντάσσει στη γενικότερη κατηγορία του homo sapiens.

Περίπου πριν από 45-35 χιλιάδες χρόνια, στο μέσον της τελευταίας περιόδου παγετώνων, έρχονται άλλοι άνθρωποι από την Ασία στην Ευρώπη, οι οποίοι ονομάζονται Cro Magnon, από τη θέση στη σημερινή Dordogne της Γαλλίας που εντοπίστηκαν τα πρώτα ευρήματά τους. Εγκαταστάθηκαν σταδιακά στα εδάφη, από την ευρύτερη Μεσοποταμία (σημερινά Ιράκ, Ιράν και Αφγανιστάν), μέχρι τις περιοχές γύρω από τη ανατολική Μεσόγειο και τη νότια Ευρώπη. Είναι ακόμα ανεξερεύνητο πώς βρέθηκαν οι Κρομανιόν στην Ασία και από πού ξεκίνησαν αρχικά.

Μία από τις ισχυρότερες υποθέσεις είναι ότι αφετηρία τους ήταν η Αφρική, όπου προέκυψαν εξελικτικά οι πρώτοι εκπρόσωποι αυτού του είδους από τον homo ergaster, πριν από περίπου 200.000 χρόνια. Είναι επίσης άγνωστο τί απέγιναν οι παλαιότεροι άνθρωποι Νεάντερταλ, αν εξολοθρεύτηκαν από τους Κρομανιόν (κανιβαλισμός;) ή αφανίστηκαν από ασθένειες που μετέφεραν και μετέδωσαν οι τελευταίοι ή, ακόμα, μήπως δεν άντεξαν στην κλιματική αστάθεια εκείνων των χιλιετιών. Οι ερευνητές θεωρούν ότι οι άνθρωποι του Νεάντερταλ ήταν όντα ειδικής δομικής προσαρμογής και δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στα νέα, θερμότερα περιβαλλοντικά δεδομένα. Τέλος, μια άλλη εκδοχή των ανθρωπολόγων που στηρίζεται σε ευρήματα, θεωρεί ότι οι νεαντερτάλιοι ενσωματώθηκαν βιολογικά στους Κρομανιόν και αφομοιώθηκαν σταδιακά από αυτούς!

Οι νέοι κάτοικοι, οι Κρομανιόν, απαρτίζονταν από διάφορες φυλές, με διαφορετικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά. Έτσι τα ευρήματα δείχνουν ότι οι κάτοικοι της Δυτικής Ευρώπης ήταν εύρωστοι και είχαν ύψος περί τα 180 cm, ενώ οι κάτοικοι της εγγύς και μέσης Ανατολής ήταν λεπτοί και μικρόσωμοι, με ύψος περί τα 150 cm. Οι σημερινοί κάτοικοι της Γης είναι απόγονοι αυτού του ανθρώπινου είδους και χαρακτηρίζονται ως βιολογικό είδος με το όνομα homo sapiens.Οι νέοι κάτοικοι ζούσαν επίσης σε ομάδες, αλλά με περισσότερα μέλη κάθε μια, εκτιμάται περί τα 120 άτομα· διεκδικούσαν μεγάλες περιοχές κυνηγιού και χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένα εργαλεία για το κυνήγι μεγαλόσωμων ζώων, π.χ. μαμούθ, αρκούδες κ.ά.

Οι Κρομανιόν γνώριζαν τεχνικές ψησίματος κρέατος για άμεση βρώση, αλλά και καπνισμού του για τη δημιουργία αποθεμάτων. Οι αποθηκευμένες ποσότητες ήταν βέβαια μικρές, επειδή η οργάνωση της ζωής των συγκεκριμένων ανθρώπων ήταν νομαδική. Η φωτιά χρησιμοποιείτο, εκτός από το ψήσιμο φαγητών και για την επεξεργασία ξύλινων και μεταλλικών αντικειμένων, όπως σκλήρυνση αιχμών δόρατος, αλλά και για το ψήσιμο κεραμικών. Οι Κρομανιόν κατασκεύαζαν επίσης δίκτυα για ψάρεμα και για τη σύλληψη μικρών ζώων και πουλιών.

Ο άνθρωπος του Κρομανιόν ήταν σε θέση να επιδίδεται σε πολλών ειδών καλλιτεχνικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τον άνθρωπο του Νεάντερταλ που φαίνεται να ήταν περιορισμένες. Σε σπήλαια της Ιταλίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας έχουν εντοπιστεί με ηλικία μέχρι περίπου 45.000 ετών. Επίσης έχουν βρεθεί σε παγετώνες περί τις 'Αλπεις διάφορα αγαλματίδια και άλλες κατασκευές με ηλικία μέχρι και 35.000 ετών. Για παράδειγμα:

  • Στο Willendorf της Αυστρίας έχει βρεθεί αγαλματίδιο από ασβεστόλιθο, ύψους περίπου 11 εκατοστών και ηλικίας περί τα 25.000 χρόνια που παριστάνει γυναίκα εκείνης της εποχής, η οποία έχει ονομαστεί Αφροδίτη (Venus) του Willendorf.
  • Στο Brassempouy της Γαλλίας έχει βρεθεί γυναικεία κεφαλή από χαυλιόδοντα μαμούθ, μεγέθους περί τα 4 εκατοστά και ηλικίας περί τα 22.000 χρόνια.
  • Στην περιοχή Schwaebische Alp της νότιας Γερμανίας βρέθηκε φλάουτο από κόκκαλο κύκνου, του οποίου οι λίγες οπές ταιριάζουν με αντίστοιχες του σύγχρονου φλάουτου.
Αυτή η καλλιτεχνική ικανότητα του Κρομανιόν, την οποία διατηρήσαμε και βελτιώσαμε εμείς οι απόγονοί του, φαίνεται να οφείλεται στις δυνατότητες του εξελιγμένου εγκεφάλου να δημιουργείζωντανές αποτυπώσεις για υπαρκτά αλλά και για ανύπαρκτα ερεθίσματα των αισθήσεων (εικόνες, ήχους κλπ., για παράδειγμα: άσπρος κόρακας, φωνή του θεού), ακόμα και για αφηρημένες έννοιες (π.χ. άπειρη ευθεία γραμμή). Αυτές οι αποτυπώσεις αποτελούν είδωλο του πραγματικού και/ή ενός φανταστικού κόσμου στο μυαλό του ανθρώπου και συναπαρτίζουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε συνείδηση. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι τότε η μεταφορά σε υπαρκτή μορφή μιας εικόνας εγκεφαλικού ειδώλου. Με την ικανότητα που απέκτησε σταδιακά ο άνθρωπος για νοητική επεξεργασία των ζωντανών αποτυπώσεων, κατάφερε με την πάροδο των χιλιετιών να μελετάει, να σχεδιάζει και να προγραμματίζει τις ενέργειες και τη ζωή του. Ο homo sapiens άρχισε έτσι να επιβάλλεται στη φύση και στα έμβια όντα του περιβάλλοντός του.

Άλλο ένα εξαφανισμένο είδος, ο μικρόσωμος Homo Floresiensis

Στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα ανακαλύφθηκαν υπολείμματα ενός ανθρώπινου είδους που έζησαν στη νήσο Flores της Ινδονησίας. Το ύψος του ενήλικα δεν ξεπερνούσε το 1 μέτρο, ζύγιζε περί τα 25 κιλά και είχε εγκέφαλο με όγκο περίπου το 1/3 του εγκεφάλου που διαθέτει ο άνθρωπος Κρομανιόν. Αυτό το πλάσμα δεν ήταν πίθηκος αλλά εξελιγμένος άνθρωπος, διαφορετικό είδος από τα δύο προηγούμενα (Νεάντερταλ, Κρομανιόν), ήταν σε θέση να κατασκευάζει περίτεχνα εργαλεία και είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη γλωσσική επικοινωνία. Τα υπολείμματα σκελετού που βρέθηκαν είναι ηλικίας περίπου 18.000 ετών.

Εκτιμάται ότι μετά από ακόμα 6.000 χρόνια εξαφανίστηκε για άγνωστους ακόμα λόγους αυτό το ανθρώπινο είδος.Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του homo Floresiensis που ανασυντέθηκαν με βάση το κρανίο που ανακαλύφθηκε, δείχνουν μεγαλύτερες καμάρες φρυδιών, μικρό σαγόνι, συμπιεσμένη μύτη. Δεν πρόκειται δηλαδή για μικροκέφαλο homo sapiens αλλά για ένα διαφορετικό ανθρώπινο είδος. Η μικρόσωμη κατασκευή τους έχει εξηγηθεί από τις παρατηρήσεις του Δαρβίνου κατά το 19ο αιώνα: ζωικά είδη που απομονώνονται σε νησιά και δεν συμβιώνουν με μεγαλόσωμα αρπακτικά ζώα, εξελίσσονται σε μικροσωμία για να εξοικονομηθούν πόροι διατροφής. Με άλλα λόγια, η φυσική εξέλιξη ευνοεί σε διατροφικά απομονωμένες περιοχές τους μικρόσωμους πληθυσμούς, αν δεν απαιτείται να ανταγωνιστούν με σαρκοβόρα αρπακτικά, ενώ οι μεγαλόσωμοι εξαφανίζονται λόγω απουσίας επαρκούς διατροφής.