21/9/11

Εισαγωγή II


Αντιμετώπιση της επιστήμης και της τεχνολογίας


Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την επιστήμη και την τεχνολογία με τελείως διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την γενικότερη παιδεία και την ειδικότερη εξειδίκευσή τους και ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή τους. Πολλοί άνθρωποι εκδηλώνονται τεχνοφοβικά κυρίως λόγω ελλιπούς παιδείας, άλλοι πάλι, ιδίως σε μεγαλύτερες ηλικίες, παίρνουν μια στάση τεχνο-νωθρότητας ή -αδράνειας. Αντίθετα, η τεχνοφοβία που οφείλεται σε σκεπτικισμό για τις πιθανές επιπτώσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, προέρχεται από ανθρώπους με μόρφωση, άλλοτε για λόγους ευαισθησίας για το μέλλον της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και άλλοτε από ιδιοτελείς υπολογισμούς.

Τεχνοαδιαφορία

Ο «μέσος πολίτης», ο οποίος αποτελεί και τον πλέον αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο μιας σύγχρονης κοινωνίας, είναι καταρχάς αδρανής και επιφυλακτικός για κάθε μεταβολή που συμβαίνει γύρω του. Όμως οι τεχνολογικοί νεωτερισμοί υιοθετούνται εύκολα και χωρίς προβληματισμούς από το μέσο χρήστη και ενσωματώνονται στην καθημερινή ζωή του ως αυτονόητοι, εφόσον προφέρονται έτοιμοι προς τελική χρήση.

Αν η τεχνολογία λειτουργεί σωστά, δεν γίνεται καν αντιληπτή από το χρήστη και συνυπάρχει ως διάφανο περιβάλλον. Αποτέλεσμα είναι να μην αμφισβητούνται μεν οι τεχνικές καινοτομίες ως προς τη χρησιμότητά τους, όμως ταυτόχρονα να αυξάνεται με την πάροδο των ετών και των δεκαετιών η αποξένωση και η άγνοια του μέσου ανθρώπου για τις πραγματικές δυνατότητες και τη σημασία της τεχνολογίας. Παρά τη θεμελιώδη συμβολή της επιστήμης και της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή, ο μέσος άνθρωπος δεν προβληματίζεται για τη φύση και το ρόλο τους.

Είναι σημαντικό να εξετάσουμε, πώς αντιμετωπίζονται οι φυσικές επιστήμες και η τεχνολογία από την κοινωνία γενικότερα και από διάφορες κοινωνικές ομάδες που διαθέτουν επιρροή, ειδικότερα, σε ένα οικονομικό περίγυρο περιορισμένων πόρων και απεριόριστων απαιτήσεων. Επίσης σημαντική είναι η διερεύνηση της άποψης και των κινήτρων των πολιτών για την τεχνολογία, όπως και για άλλα όμοια θέματα του πολιτισμού διότι, στο πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που ζούμε, η διοικητική, οικονομική και ηθική υποστήριξη της συντεταγμένης πολιτείας και των επιτελείων που εισηγούνται τις αποφάσεις, (πρέπει να) εξαρτάται από την αποδοχή ή την απόρριψη της κοινωνίας!

Κάθε άνθρωπος αυτής της κοινωνίας κρίνει όμως διαφορετικά ένα τεχνικό νεωτερισμό και μάλιστα, ανάλογα, καταρχάς με την προπαίδεια που διαθέτει και στη συνέχεια με τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντά του. Η μέση νοικοκυρά θεωρεί την αυγοθήκη από αφρώδες πλαστικό, στις υποδοχές της οποίας συσκευάζονται και μεταφέρονται με ασφάλεια τα αυγά, πολύ σημαντικότερο τεχνικό επίτευγμα π.χ. από έναν επιταχυντή υποατομικών σωματιδίων ή από ένα δορυφορικά περιφερόμενο τηλεσκόπιο του σύμπαντος, για τη χρησιμότητα των οποίων έχει πλήρη άγνοια, πέρα από το γεγονός ότι το ιλιγγιώδες κόστος τέτοιων μονάδων προκαλεί σε κάθε αμύητο έκπληξη και τον προδιαθέτει αρνητικά.

Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, θα έπρεπε να παραθέσουμε εδώ αποτελέσματα εμπειρικών μελετών. Εξ ίσου αποκαλυπτικές και ίσως πιο εύχρηστες για τις ανάγκες αυτής της εισαγωγής είναι όμως οι κωδικοποιήσεις που γίνονται από οξυδερκείς παρατηρητές της κοινωνίας. Ο γνωστός στον ευρωπαϊκό χώρο λογοτέχνης και συγγραφέας, Dietrich Schwanitz (Σβάνιτς), περιγράφει σε ένα βιβλίο του, ποια είναι η σχέση, κατά την άποψή του, ενός «μορφωμένου ανθρώπου» με τις φυσικομαθηματικές και τις τεχνολογικές επιστήμες και γνώσεις.

Το έτος 2002 κυκλοφόρησε ο Σβάνιτς στο Μόναχο ένα βιβλίο με τίτλο «Μόρφωση-Όλα όσα πρέπει να γνωρίζει καθένας» (βλέπε βιβλιογραφία). Σ' αυτό το βιβλίο περιέχονται σε περίπου 700 σελίδες κατά κατηγορία (ιστορία, γεωγραφία, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες, μουσική, γλώσσες κ.ά.) οι συγκεκριμένες γνώσεις που πρέπει να διαθέτει ο «μορφωμένος άνθρωπος» για να μπορεί να συμμετέχει στην κοινωνική ζωή και να επικοινωνεί με άλλους «μορφωμένους ανθρώπους». Από την κατηγοριοποίηση αυτού του βιβλίου λείπει κάθε αναφορά στις φυσικομαθηματικές και τεχνολογικές επιστήμες! Και, για να μην νομιστεί ότι πρόκειται για αβλεψία, γράφει ο Σβάνιτς ρητά ότι, δεν θα έβλαπτε φυσικά να γνωρίζει ένας μορφωμένος άνθρωπος, τί ακριβώς πραγματεύονται τα θερμοδυναμικά αξιώματα, τί είναι τα quark, τί είναι η ισχυρή και ασθενής πυρηνική δύναμη και ποια η σχέση τους με τη βαρύτητα και τον ηλεκτρομαγνητισμό κ.ά. Σίγουρα όμως οι γνώσεις αυτές δεν είναι απαραίτητες για να θεωρείται κάποιος μορφωμένος!

Ο Σβάνιτς εκφράζει με τα γραφόμενά του την τρέχουσα αντίληψη που έχει γι' αυτά τα θέματα η ευρωπαϊκή κοινωνία και είναι ακριβώς η αντίληψη που διαχέεται μέσα από πάμπολλα κανάλια επικοινωνίας, ενημέρωσης και προπαγάνδας προς όλες τις κοινωνικές ομάδες. Αυτή η αντίληψη που εκφράζει ο Σβάνιτς είναι απόρροια μιας εξέλιξης που είχε καταγγείλει ως μοιραία για την παιδεία και τον πολιτισμό της Βρετανίας και της Ευρώπης γενικότερα, ο φυσικός και λογοτέχνης C.P. Snow (Σνόου). 

Ο Σνόου περιέγραψε σε άρθρα και διαλέξεις του («The Two Cultures», New Statesman, 6 October 1956 και στα ελληνικά σε μετάφραση της Μαριάννας Τζιαντζή, βλέπε βιβλιογραφία) με μελανά χρώματα το εκπαιδευτικό σύστημα της Βρετανίας, το οποίο έχει ως μορφωτικό στόχο τις δύο κουλτούρες, αφενός τη φιλολογική-λογοτεχνική ανθρωπιστική μόρφωση και αφετέρου τη φυσικομαθηματική-πρακτική, περίπου αυτό που και στην Ελλάδα είχε υλοποιηθεί παλαιότερα εμφανώς, με τη διαφοροποίηση στο οκτατάξιο Γυμνάσιο σε κλασική και πρακτική κατεύθυνση. Κατάληξη αυτής της πορείας κατά τον Σνόου είναι να υποβαθμίζονται σταδιακά, κοινωνικά και οικονομικά, οι φυσικομαθηματικές και τεχνολογικές σπουδές και να οδηγείται η Βρετανία σε καθυστέρηση έναντι των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στον τεχνολογικό τομέα. Αυτός ο τεχνολογικός τομέας παράγει όμως, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατά σημαντικό ποσοστό τον κοινωνικό πλούτο, άρα μια παραμέλησή του οδηγεί στην οικονομική παρακμή.

Και για να μην νομιστεί ότι αυτός ο προβληματισμός αφορούσε περασμένες δεκαετίες και τα πράγματα έχουν αλλάξει στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δημοσιεύτηκε στις 21 Νοεμβρίου 2005 από τη «Britisch Royal Society» ένα κείμενο, στο οποίο εκφράζονται έντονες ανησυχίες για τα «προφανή και επίμονα προβλήματα της εκπαίδευσης σε θέματα επιστημών». Αφορμή γι' αυτή τη δημοσίευση της Βρετανικής Ακαδημίας ήταν η δημοσίευση έρευνας του Πανεπιστημίου του Buckingham, σύμφωνα με την οποία η απόδοση των μαθητών σε θέματα Φυσικής υποβαθμίζεται συνεχώς. Ο ίδιος ακριβώς προβληματισμός διατυπώνεται και στην ηπειρωτική Ευρώπη: Στο κοινοτικό περιοδικό Europhysics News παρουσιάζονται τα αποτελέσματα τρίχρονης έρευνας μεταξύ 40.000 δεκαπεντάχρονων μαθητών από όλες τις ηπείρους, από τα οποία προκύπτει ότι μεγάλο ποσοστό των μαθητών, αλλά κυρίως των μαθητριών, αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά με αισθήματα μεταξύ δυσφορίας και απέχθειας.

Η ίδια αυτή μελέτη καταλήγει σε συμπεράσματα ότι στις ακόμα υπανάπτυκτες χώρες του κόσμου το όραμα για ευημερία πολλών νέων περνάει μέσα από μια καριέρα του μηχανικού, του ερευνητή, του επιστήμονα. Στις ανεπτυγμένες χώρες θεωρούνται όμως η επιστήμη και η τεχνολογία δεδομένες, ως αυτόματα αναπαραγόμενες που θα συνεχίσουν να προκύπτουν χωρίς τη δική τους συμμετοχή· όλο και λιγότεροι θεωρούν λοιπόν απαραίτητο να συμβάλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη και βελτίωσή τους.

Ο Σβάνιτς, ο οποίος με την κατηγοριοποίηση των τομέων της μόρφωσης στο βιβλίο του εκφράζει ακριβώς αυτό που κατήγγειλλε στη δεκαετία του 1950 ο Σνόου και διαφαίνεται να παραμένει ως πρόβλημα και στις επόμενες δεκαετίες, σίγουρα δεν είναι αδαής, όπως δεν είναι αδαείς και όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν αντίστοιχες απόψεις. Πιθανή εξήγηση τέτοιων τοποθετήσεων σε επίπεδο προσώπων είναι η αδυναμία ή αδιαφορία πολλών ανθρώπων για κατανόηση των φυσικοχημικών και βιολογικών επιστημών, κυρίως λόγω δυσχέρειας στη χρήση μαθηματικών εργαλείων. Πέρα από την τεχνοφοβία υπάρχει δηλαδή και μια τεχνο-νωθρότητα.

Συχνά αντιμετωπίζουμε στον κοινωνικό μας περίγυρο συζητήσεις, όπου κάποιοι συνομιλητές δηλώνουν ευθαρσώς, μερικοί μάλιστα με έπαρση, ότι ποτέ δεν κατάλαβαν τα Μαθηματικά και τελικά δεν ξέρουν πού μπορεί να είναι χρήσιμα! Ο διάσημος αστροφυσικός Steven W. Hawking (Χόουκινγκ) που είναι για πολλά χρόνια καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αναφέρει σκωπτικά στο βιβλίο του «Το Χρονικό του Χρόνου» (εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 2000), την επισήμανση του εκδότη ότι, κάθε εξίσωση σε ένα βιβλίο μειώνει σημαντικά τον αριθμό των αναγνωστών.

Αυτή περίπου η αντίληψη επιβεβαιώνεται από τις απαντήσεις σε μια ερευνητική εργασία για τη σχέση εκπαιδευτικών Γυμνασίων και Λυκείων με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές: ένα αξιόλογο ποσοστό δηλώνει ότι δεν έχει πειστεί για τη χρησιμότητά τους και ένα άλλο δηλώνει ότι είναι αρνητικά τοποθετημένο απέναντι στο συγκεκριμένο μέσο. Συνολικά οι μισοί εκπαιδευτικοί δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν το χειρισμό και τις εφαρμογές του υπολογιστή (Ελένη Κoνιδάρη: «Εκπαιδευτικοί και νέες τεχνολογίες», βλέπε βιβλιογραφία.)

Η συγκεκριμένη τοποθέτηση των εκπαιδευτικών δεν πρέπει να ξενίζει, αν ληφθεί υπόψη ότι 7 στους 10 Έλληνες δεν θεωρούν ότι υπάρχει στο Internet κάτι που θα τους ενδιέφερε και γι' αυτό δεν σκοπεύουν να συνδεθούν σ' αυτό (Εφημερίδα Καθημερινή, 21-9-2005, σελ. 23.) Σημειώνουμε εδώ ότι η χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή ξεφεύγει από τη συνηθισμένη απλή χρήση λειτουργιών κάποιας οικιακής συσκευής, απαιτεί αρκετή πνευματική συμμετοχή του χειριστή και προϋποθέτει κάποια προσπάθεια για εκμάθηση των απαραίτητων χειρισμών και λειτουργιών.

Ένα άλλου είδους παράδειγμα που λειτουργεί όμως κατά βάθος στην ίδια κατεύθυνση του τεχνο-σκεπτικισμού, σχετίζεται με τις εξετάσεις μαθητών του Λυκείου. Ένα από τα θέματα στο μάθημα της έκθεσης των πανελλήνιων εξετάσεων του έτους 2000 για τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ αναφερόταν σε κάποιο σχόλιο του Σεφέρη (Δοκιμές) πάνω σε γραπτά του T.S. Eliot (Έλιοτ, 1888-1965) από το έτος 1923, στα οποία ο γνωστός Άγγλος συγγραφέας παραπονιόταν ότι κάποιοι άνθρωποι της Μελανησίας στον Ειρηνικό «πεθαίνουν γιατί ο "πολιτισμός" που τους ανάγκασαν να δεχτούν, τους στέρησε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή» (!;) και προβληματίζεται ο συγγραφέας για τις αλλαγές στον πολιτισμένο κόσμο από τις επερχόμενες τεχνολογικές εξελίξεις: «Όταν το κάθε θέατρο αντικατασταθεί από εκατό κινηματογράφους, όταν το κάθε μουσικό όργανο αντικατασταθεί από εκατό γραμμόφωνα, όταν το κάθε άλογο αντικατασταθεί από εκατό φτηνά αυτοκίνητα, όταν το κάθε παιδάκι, με τη βοήθεια των ηλεκτρικών εφευρέσεων, ακούει τα παραμύθια της γιαγιάς του από ένα μεγάφωνο». Είναι προφανείς οι συνέπειες κατά τον Έλιοτ: «Δεν θα είναι διόλου εκπληκτικό αν ο πληθυσμός ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου ακολουθήσει γρήγορα την τύχη των Μελανησίων.»

Βέβαια, όταν προβληματιζόταν ο Έλιοτ για την επέλαση της τεχνολογίας, οι κινηματογράφοι, το γραμμόφωνο, το αυτοκίνητο και το μεγάφωνο του ραδιοφώνου (μαγνητόφωνο δεν υπήρχε ακόμα) βρίσκονταν στο στάδιο της ανάπτυξης. Προφανέστατα οπισθοδρομικός, συντηρητικός και τεχνοφοβικός ων ο ποιητής (Νίκος Δήμου: «Ο Θρίαμβος της Μούχλας!», βλέπε βιβλιογραφία), προέβλεπε τότε εσφαλμένα μια πολιτισμική και βιολογική καταστροφή για τον κόσμο. Ενδιαφέρον είναι ότι έχει τοποθετήσει τη λέξη πολιτισμός σε εισαγωγικά, πράγμα που δηλώνει ότι μάλλον καταχρηστικά αναγνωρίζει στην τεχνολογία τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού. Σαράντα χρόνια αργότερα, το έτος 1963, παρότι είχε διαψευστεί στις αρχικές προβλέψεις του, επανέρχεται ο Έλιοτ, περιγράφοντας το ρόλο της τηλεόρασης: «(Η τηλεόραση) είναι ένα μέσο διασκέδασης που επιτρέπει σε εκατομμύρια ανθρώπους να ακούν το ίδιο αστείο την ίδια ακριβώς στιγμή και όμως να συνεχίζουν να διακατέχονται από μοναξιά.»

Η Πανδώρα ανοίγει γεμάτη περιέργεια το κουτί με τα «φρικτά μυστικά», πίνακας του J.W. WaterhouseΜε αυτή τη νεότερη τοποθέτησή του αποδέχεται ο Έλιοτ την τεχνολογία (τηλεόραση) ως γεγονός, αλλά της καταλογίζει ανεπάρκεια, επειδή δεν υλοποιεί όλα αυτά που περίμενε ο ίδιος από αυτήν. O Έλιοτ προσπερνούσε το μείζον, ότι με την τεχνολογία ήταν δυνατόν να λάβουν εκατομμύρια άνθρωποι ταυτόχρονα το ίδιο μήνυμα και εστίαζε την προσοχή του σε κάτι που ποτέ δεν υποσχέθηκε η τηλεόραση: ότι θα «γιατρέψει» τη μοναξιά των ανθρώπων.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι κανένας δεν έχει πεθάνει από «πλήξη» λόγω της τεχνολογίας, καθώς επίσης ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αισθάνεται «μόνος» μέσα σε ένα πλήθος εκατοντάδων ή χιλιάδων άλλων ανθρώπων, στο δρόμο, στο πολυκατάστημα, στην παραλία, στο στάδιο κλπ. Πέρα από αυτά, γνωρίζουμε επίσης ότι χωρίς την τεχνολογία, στην οποία προσβλέπουν με αγωνία όλοι οι απανταχού «Μελανήσιοι» του πλανήτη μας (Juan Forero: «Οι ιθαγενείς που επέλεξαν τα "φώτα της πόλης"», βλέπε βιβλιογραφία), θα διαλύονταν οι κοινωνίες που συμπεριλαμβάνουν πάνω από το 90% των ανθρώπων της Γης.

Εδώ δεν ενδιαφέρουν όμως οι αποτυχημένες και άστοχες προβλέψεις του Έλιοτ από την ασφάλεια του «καταστροφικού» πολιτισμικού περιβάλλοντος της Αγγλίας, αλλά η επιλογή από τους φιλολόγους της εξεταστικής επιτροπής του συγκεκριμένου αποσπάσματος για την έκθεση. Με αυτήν την επιλογή τους έφερναν τα μέλη της επιτροπής τους μαθητές στη δύσκολη θέση να διαφωνήσουν με το διάσημο συγγραφέα, αν δεν ήθελαν να εκφραστούν τεχνοφοβικά! Αν λάβουμε δε υπόψη ότι τα θέματα των εξετάσεων γράφονται σε υπολογιστή, μεταδίδονται μέσω διαδικτύου και τηλεομοιοτυπίας (telefax), η επικοινωνία για επιβεβαίωση της παραλαβής των θεμάτων και για υποβολή ερωτήσεων γίνεται μέσω του τηλεφωνικού δικτύου κλπ. κλπ., τότε αποτελεί κακοήθεια ολκής να διαδίδεις στην έναρξη του 21ου αιώνα την παντελώς αστήρικτη εκδοχή ότι πιθανόν να ευθύνεται ο τεχνολογικός πολιτισμός για το «θάνατο από πλήξη» κάποιων ανθρώπων στην άλλη άκρη της Γης -ούτε στα αναγεννησιακά σαλόνια αργόσχολων να ζούσαν- και ταυτόχρονα να αναγκάζεις εφήβους να αντιπαρατεθούν στις απόψεις ενός διάσημου διανοούμενου.

Την ίδια στιγμή μάλιστα που κανείς από τους τεχνοφοβικούς φιλολόγους δεν φαίνεται να προβληματίστηκε για τη θεμελιώδη θέση του Έλιοτ (διαφάνηκε αυτό και από τις «φροντιστηριακές λύσεις» που κυκλοφόρησαν μετά την εξέταση), αν δηλαδή οι Μελανήσιοι πέθαιναν πράγματι από την «πλήξη» που προκαλεί η τεχνολογία. Για τον υποσιτισμό, τη φυματίωση, την ελονοσία, τη δυσεντερία, τον τύφο και όλες τις ενδημικές και επιδημικές ασθένειες που πιθανόν συντηρούνταν ή μεταφέρθηκαν από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες σ' αυτές τις τεχνολογικά και υγειονομικά υποβαθμισμένες κοινωνίες στη δεκαετία του 1920, δεν έγινε πουθενά κι από κανέναν λόγος.

Και, κλείνοντας αυτόν τον προβληματισμό, είναι ακόμα απαραίτητο να αναφέρουμε ότι δεν είναι μόνο οικονομικοί οι λόγοι που θα έπρεπε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των νέων για την επιστήμη. Η έλλειψη ενδιαφέροντός τους για τα μαθήματα επιστήμης και τεχνολογίας στα σχολεία και τις μετέπειτα τριτοβάθμιες σπουδές προδικάζει μια γενικότερη στάση ζωής που μπορεί να αποβεί απειλητική για τη δημοκρατία, αφού οι περισσότερες αποφάσεις στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες διαμορφώνονται μέσα από αντιπαράθεση επιστημονικών και ηθικών αξιών. Ένας επιστημονικά απαίδευτος πληθυσμός θα καταλήγει να επιλέγει (ψηφίζει) ενάντια στα συμφέροντά του, ύστερα από κατάλληλη προπαγάνδα. Αυτό διαπιστώνεται με σχετική ευκολία στην Ελλάδα, όπου ο μορφωτικά ακόμα υποβαθμισμένος πληθυσμός της, σε σύγκριση με τη δυτική Ευρώπη, άγεται και φέρεται με φωτοβολίδες γεγονότων και ιδεών από πολιτικούς και θρησκευτικούς δημαγωγούς.

Τεχνο-νωθρότητα

Σε μια υπολανθάνουσα τεχνονωθρότητα, η οποία αναφέρθηκε στα προηγούμενα, στηρίζεται και η αντίδραση στις τεχνολογικές βελτιώσεις, κυρίως από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, με πρόσχημα ρομαντικούς δεσμούς με κάποια χαρακτηριστικά της καταργούμενης τεχνολογίας. Είναι ευρέως γνωστές ιστορίες του 19ου αιώνα από την Αγγλία, όπου ο κόσμος για πολλά χρόνια απέφευγε να χρησιμοποιεί το τραίνο και συνέχιζε να παίρνει την άμαξα, παρά τα πολλά μειονεκτήματα που είχε αυτό το μεταφορικό μέσον.

Ακόμα στις αρχές του 20
ου αιώνα απέτρεπαν χρηματο-οικονομικοί σύμβουλοι στις ΗΠΑ τους πελάτες των τραπεζών τους να επενδύσουν σε μετοχές της βιομηχανίας αυτοκινήτων Ford, διότι: «Το άλογο θα συνεχίσει να υπάρχει, το αυτοκίνητο είναι μόνο ένας νεωτερισμός, μια μόδα!».

Έχουν διασωθεί επίσης πολλές εκτιμήσεις παλαιότερων εποχών για τις δήθεν υποβαθμίσεις που προκαλεί η τεχνολογία στην κοινωνική ζωή. Με κάθε εξέλιξη υπήρχε τουλάχιστον ένας πρόθυμος προφήτης, για να δει μια κοινωνική απειλή και σχεδόν πάντα διατύπωνε αυθαίρετες ερμηνείες.

  • Τα φτηνά βιβλία και οι εφημερίδες αποθάρρυναν τη συνομιλία, έλεγαν το 18ο και 19ο αιώνα.
  • Tο 1890 ανησυχούσε ο Αμερικανός πρόεδρος Γκρόβερ Κλίβελαντ για την επέκταση των δημόσιων βιβλιοθηκών: «Tο παιδί που αχόρταγα καταβροχθίζει τα ακόλαστα παραμύθια και τις τρομαχτικές αιματοβαμμένες περιπέτειες -οι οποίες αυτόν τον καιρό παρά είναι εύκολα προσβάσιμες- αποκτά στάση ζωής η οποία, αν δεν τον μετατρέψει σε καταστροφέα της κοινωνικής τάξης, σίγουρα δεν θα τον κάνει χρήσιμο μέλος της κοινωνίας μας».
  • Η τέχνη της συζήτησης χάνεται, γιατί οι άνθρωποι δεν συζητούν πια, αλλά διαβάζουν! O γιατρός Iσαάκ Pέι ισχυριζόταν το 1870 ότι: «H συνεχής ανάγνωση μυθιστορημάτων, που χαρακτηρίζει την εποχή μας, ευθύνεται για πολλές διανοητικές διαταραχές, οι οποίες εμφανίζονται σε τέτοια συχνότητα, που δεν γνωρίσαμε ποτέ σε προηγούμενες περιόδους της ιστορίας μας...»
  • Στα τέλη του 19ου αιώνα διεκτραγώδησαν δημόσιοι άνδρες στην Αγγλία το γεγονός ότι ο καλύτερος (ηλεκτρικός) φωτισμός στα σπίτια έκανε τους ανθρώπους να διαβάζουν αντί να συζητάνε. 
  • O λογοτέχνης Tζέιμς Pάσελ Λόβελ φοβόταν το 1885 ότι με την τηλεφωνία: «Σκεπάζουμε όλη τη χώρα με ομιλούντα σύρματα και θαβόμαστε ζωντανοί κάτω από σωρούς άχρηστου λόγου... είμαστε δε έτοιμοι να μετατραπούμε σε απλά σφουγγάρια παραγεμισμένα από τα βρώμικα νερά του χωριάτικου κουτσομπολιού...». 
  • Και ο συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ ήταν πεπεισμένος ότι το ραδιόφωνο και άλλοι «μοναχικοί, μηχανικοί τρόποι αναψυχής» καταδίκαζαν σε θάνατο τη συζήτηση, αν και οι συζητήσεις στα σαλόνια ήταν συνηθέστερα παράλληλοι μονόλογοι. Γνωρίζουμε δε και σήμερα τις "συζητήσεις" μεταξύ πολιτικών στην τηλεόραση 
Αλλά και στις μέρες μας, τώρα που υποχωρεί το τυπωμένο χαρτί και έχει πάρει έκταση η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ακούμε συχνά διηγήσεις για τη σχέση που έχει κάποιος «βιβλιοφάγος» φίλος με την υφή και τη μυρωδιά του χαρτιού, για τη συγκίνηση που νοιώθει όταν βρίσκεται σε ένα βιβλιοπωλείο κ.ά. Προφανώς ο συγκεκριμένος φίλος έχει συσχετίσει την αγάπη του για μελέτη με δευτερεύοντα και μάλλον αρνητικά στοιχεία του μέσου (χαρτί), με το οποίο διαδίδονται εδώ και 500 περίπου χρόνια οι γνώσεις στον πολιτισμένο κόσμο.

Ο Mark Lawson περιγράφει στην εφημερίδα Guardian (βλέπε βιβλιογραφία) τις επερχόμενες εξελίξεις για ηλεκτρονική διανομή των κειμένων, των εικόνων και της μουσικής του μέλλοντος μέσω του διαδικτύου, με χρήση μιας και μοναδικής μικροσυσκευής, η οποία θα μεταδίδει ταυτόχρονα τηλεοπτικά προγράμματα και θα αποτελεί κινητό τηλέφωνο, ατζέντα κ.ά. και καταλήγει: «Έτσι, λοιπόν, η πιθανότητα ότι όλα αυτά -σινεμά, βιβλία, μουσική, ραδιόφωνο, τηλεόραση- θα είναι διαθέσιμα μέσα από μία και μοναδική πλαστική συσκευή, η οποία επινοήθηκε για να σου επιτρέπει να μιλήσεις με τους δικούς σου και να τους πεις ότι το τραίνο θα αργήσει, μπορεί να είναι τεχνολογικά συναρπαστική, αλλά δίνει ταυτόχρονα μια αίσθηση κλειστοφοβίας και περιορισμού. (!;) Αν αυτό είναι το πολιτιστικό μέλλον που μας περιμένει, ευχαριστώ, θα αρνηθώ την πρόσκληση.»

Οι περισσότεροι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι είναι απόλυτα εξαρτημένοι από την τεχνολογία, χωρίς να το αντιλαμβάνονται και απλώς δυσφορούν για τις αλλαγές στις συνήθειές τους που επέρχονται αναπόφευκτα, γίνονται τεχνοφοβικοί επειδή είναι τεχνονωθροί. Κανείς από αυτούς δεν θα σκεφτόταν όμως να διαγράψει από τη ζωή του το ραδιόφωνο, το αυτοκίνητο, το τηλέφωνο, τις οικιακές συσκευές και ό,τι άλλο χρησιμοποιεί αυτονόητα στην καθημερινή ζωή του, όλα εκείνα τα τεχνικά κατασκευάσματα, τα οποία συνήθισε από μικρής ηλικίας. Τον ενοχλούν οι αλλαγές που θα τον αναγκάσουν να προβληματιστεί και πιθανόν θα τον κουράσουν μέχρι να τις συνηθίσει, η αναλογική συσκευή που θα γίνει ψηφιακή, ο δίσκος μουσικής από βινίλιο που θα γίνει CD, το σήμα στο τηλέφωνο που ακούγεται διαφορετικά, η φωτογραφική μηχανή χωρίς φιλμ που πρέπει να συνδεθεί όμως με τον υπολογιστή κ.ο.κ.

Μερικοί δηλώνουν ότι αποστρέφονται τις συζητήσεις με αγνώστους σε ηλεκτρονικούς χώρους του Internet και προτιμούν άμεσες ζωντανές συζητήσεις. Ίσως να αγνοούν βέβαια ότι οι συζητήσεις στο Internet γίνονται συχνά με ανθρώπους σε άλλες πόλεις, άλλες χώρες, άλλες ηπείρους, με τους οποίους κάποιος ποτέ δεν θα είχε την ευκαιρία να έρθει σε επικοινωνία. Πέρα από αυτό, οι περισσότεροι από τους αρνητές της εξέλιξης ντρέπονται πλέον να παραδεχθούν ότι αγνοούν και την απλή χρήση του υπολογιστή και περιτυλίγουν την άγνοιά τους με προβολή άλλων, προσωπικών επιλογών επικοινωνίας.

Οι αρνητές της νεωτερικής συσκευής «όλα σε ένα», για να επανέλθουμε στο παράδειγμα του τεχνοφοβικού βιβλιόφιλου, προφανέστατα αγνοούν και μάλλον δεν ενδιαφέρονται να πληροφορηθούν ότι το νέο (ηλεκτρονικό) μέσον θα τους δίνει πάμπολλες δυνατότητες, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να απαιτήσει κάποιος από το χαρτί, που τσαλακώνεται, βρέχεται, σκίζεται, ξεθωριάζει, συσσωρεύεται αν αποθηκευτεί μαζικά κ.ο.κ. και για του οποίου την παραγωγή απαιτείται η αποκοπή δέντρων και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος με χημικά υλικά.

Ακόμα κι αν η νέα συσκευή δημιουργεί στον ηλικιωμένο τεχνοφοβικό την «αίσθηση κλειστοφοβίας» (!;), θα έχει όμως την ευχέρεια να τη χρησιμοποιεί παντού και πάντα, σε οποιαδήποτε στάση ή κίνησή του, και θα είναι σε θέση να αποκόπτει και να αποθηκεύει στη μνήμη αυτής της συσκευής κομμάτια κειμένου, βίντεο ή μουσικής για να τα διαβάσει, παρακολουθήσει ή ακούσει πιο προσεκτικά κάποια άλλη στιγμή ή, επίσης, να τα στέλνει εκείνη τη στιγμή, σε οποιονδήποτε παραλήπτη διαθέτει ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, να διαβάζει δοκιμαστικά όποιο βιβλίο ή περιοδικό και όποια εφημερίδα τον ενδιαφέρει, να παρακολουθήσει από την οθόνη τα προσφερόμενα εμπορικά είδη που χρειάζεται, σε μια άλλη πόλη ή μια άλλη χώρα και ήπειρο, με λεπτομερή περιγραφή ποιότητας και τιμών και με θετικά ή αρνητικά σχόλια άλλων αγοραστών και, αν κάτι του αρέσει, να το παραγγείλει ηλεκτρονικά για τον εαυτό του ή ως δώρο και άλλα πολλά. Αυτό που αλλάζει οριστικά και αναπότρεπτα στη ζωή του, φυσικά, είναι να μη διαθέτει πλέον με τις παλιές εφημερίδες φθηνό περιτύλιγμα...