3/10/11

Προκλασικές εποχές II


Αγρότες και κτηνοτρόφοι
Στις χιλιετίες προς το τέλος της τελευταίας περιόδου παγετώνων άρχισε να βελτιώνεται το κλίμα της Γης και οι κεντρικές και βόρειες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αμερικής ελευθερώνονταν σταδιακά από τους πάγους. Τα είδη φυτών των νοτιότερων περιοχών επεκτάθηκαν προς βορρά και οι νότιες περιοχές απέκτησαν εύκρατο κλίμα. Με την υποχώρηση διαφόρων ζώων του ψυχρού κλίματος προς βορρά ακολούθησαν και οι κυνηγοί, οι οποίοι δημιούργησαν και σ' αυτές τις περιοχές σημεία συγκεντρώσεως και εστίες φωτιάς. Το κλίμα στη βόρεια Αφρική έγινε σταδιακά στεγνό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έρημοι. Οι κυνηγοί αυτών των περιοχών μετανάστευσαν στη διάρκεια των αιώνων και των χιλιετιών, είτε στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, στη νότια Ευρώπη, όπου συνάντησαν το κλίμα που γνώριζαν οι πρόγονοί τους από την Αφρική, είτε ανατολικά προς τη σημερινή Παλαιστίνη μέχρι τη Μεσοποταμία, περιοχές που σήμερα ονομάζονται Μέση Ανατολή (ευρωπαϊκή σκοπιά). Σ' αυτές τις περιοχές ξεκίνησε η καλλιέργεια εδαφών και η εκτροφή οικόσιτων ζώων. Η εγκατάσταση σε μια περιοχή δεν φαίνεται να είναι ακόμα μόνιμη, κρατούσε όμως μέχρι να θεριστούν τα σιτηρά και να συλλεγούν οι καρποί. Μετά ακολουθούσε μια μάλλον μικρή μετακίνηση, όπου σε νέα εδάφη οι πρόγονοί μας ξεκινούσαν νέες καλλιέργειες.
Από ευρήματα στην κοιλάδα του Ιορδάνη συμπεραίνεται ότι ήδη πριν από 23.000 χρόνια υπήρχε εκεί κάποιος πρόσκαιρος ή μονιμότερος οικισμός (Ohalo), ο οποίος καλύφθηκε σταδιακά από τα νερά της λίμνης Γενησαρέτ, λόγω κάποιων γεωλογικών μεταβολών στην περιοχή και διατηρήθηκε μέχρι πριν μερικές δεκαετίες. Στα αρχαιολογικά ευρήματα περιλαμβάνονται περιδέραια, λίθινα εργαλεία, οστά γαζέλας με σκαλισμένα πάνω τους τελετουργικά σημάδια, ένας ανθρώπινος σκελετός και το παλαιότερο, μέχρι τώρα, στρώμα από χόρτο. Βρέθηκαν επίσης μεγάλες ποσότητες υπολειμμάτων από σπόρους δημητριακών, μούρα, σύκα και αμύγδαλα!
Ενώ υπάρχουν ευρήματα για καλλιέργειες κριθαριού, χόρτου και άλλων δημητριακών ήδη πριν από 20-25 χιλιάδες χρόνια, το σιτάρι φαίνεται να προέκυψε αργότερα, μετά το 8.000 π.κ.χ. (=προ κοινής χρονολόγησης), πιθανόν από γενετικές μεταλλάξεις και συνδυασμούς άλλων τύπων δημητριακών. Το σιτάρι δεν αναπαράγεται με φυσιολογικό τρόπο, σε αντίθεση με άλλα δημητριακά, γιατί οι κόκκοι του δεν έχουν την ικανότητα να ελευθερωθούν και να μεταφερθούν με τον αέρα. Αυτό οφείλεται στην πυκνή και σταθερή δομή των κόκκων στο στάχι. Ανάλογη ήταν η εξέλιξη της καλλιέργειας οσπρίων (φασόλια, μπιζέλια και φακές). Με τη σταδιακή αύξηση της αγροτικής παραγωγής και την καλλιέργεια μονοετών και διετών φυτών, επεκτάθηκε αναγκαστικά και ο χρόνος παραμονής σε κάθε περιοχή προσωρινής εγκαταστάσεως. Μεταξύ σποράς και θερισμού ή συλλογής καρπών, συνεχίζονταν βέβαια το κυνήγι και το ψάρεμα. Να σημειωθεί εδώ ότι σε όλες τις πρωτόγονες αγροτικές κοινωνίες αναπτύχθηκε καταρχάς μεν η καλλιέργεια δημητριακών, αλλά διαφορετικού είδους σε κάθε ευρύτερη περιοχή: στη Μέση Ανατολή αναφέρθηκε ήδη το σιτάρι, στην Ανατολική Ασία και αλλού αναπτύχθηκε το ρύζι, ενώ στις αγροτικές κοινωνίες της Αμερικής το καλαμπόκι.
Περίπου πριν από 10.000 χρόνια παρουσιάζεται μία νεότερη επαναστατική καινοτομία, μετά την αρχική κατασκευή εργαλείων: Τα εργαλεία κατασκευάζονται πλέον, όχι μόνο με λάξευση λιθαριών, αλλά και με λείανση. Οι άνθρωποι Κρομανιόν έτριβαν την πέτρα που ήθελαν να μετατρέψουν σε εργαλείο, πάνω σε μια άλλη, σκληρή πέτρα, με παρεμβολή άμμου και νερού. Αυτή η μέθοδος τους επιτρέπει να χρησιμοποιήσουν πιο σκληρά υλικά από το πυρίτιο (τσακμακόπετρα), για να κάνουν με αυτά πιο κοφτερά και αιχμηρά εργαλεία και όπλα. Αυτή ακριβώς η καινοτομία σηματοδοτεί την έναρξη της τελευταίας λίθινης περιόδου, της λεγόμενης νεολιθικής.
Η απασχόληση με τη γεωργία επέβαλε την ομαδική διαμονή και κατανομή εργασιών. Στις αγροτικές περιοχές δεν υπήρχαν όμως φυσικές σπηλιές, με αποτέλεσμα να αρχίσει η κατασκευή καλυβιών από υποπροϊόντα των καλλιεργειών, κλαδιά δέντρων, πηλό, πέτρες κλπ. Η συσσώρευση καλυβιών δημιούργησε τους πρώτους οικισμούς και τα πρώτα χωριά, με αποτέλεσμα να προκύψουν προβλήματα αλληλεξάρτησης και ιεραρχίας. Αυτή την εποχή περίπου πρέπει να συγκροτούνται:
  • η διοίκηση των οικισμών για την επιβολή κανόνων, τη διαχείριση των διαθέσιμων προϊόντων και το συντονισμό των εργασιών, 
  • το θρησκευτικό ιερατείο για τη νομιμοποίηση της εξουσίας με αναγωγή σε υπερφυσικά, συνήθως επουράνια πνεύματα και
  • οι στρατιωτικές ομάδες για επιβολή της τάξης, υπεράσπιση του οικισμού και κατάκτηση ή λεηλασία των γειτονικών οικισμών.
Στις περιοχές της μέσης Ανατολής έγιναν κατοικίδια διάφορα τοπικά άγρια ζώα, όπως χοίροι, πρόβατα, κατσίκες, βοοειδή και σκύλοι. Ειδικότερα, οι χοίροι και οι σκύλοι έτρωγαν τα απορρίμματα της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Σ' αυτές τις περιοχές δημιουργήθηκε η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ ανθρώπου και σκύλου. Παράλληλα αξιοποιήθηκαν το γάλα, το μαλλί και τα κόκαλα των προβάτων και των κατσικιών.


στρογγυλή κατοικία, στο πάνω μέρος η έξοδοςπύργος του τοίχους της Ιεριχούςαγαλματίδιο
Νεολιθικά ευρήματα στην Ιεριχώ, ίδρυση περί το 8.000 π.κ.χ.
 
Λόγω της σχετικής ευφορίας των περιοχών της Μέσης Ανατολής και της σταδιακής βελτιώσεως των αγροτικών και κτηνοτροφικών μεθόδων, αυξήθηκε η παραγόμενη ποσότητα τροφής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί και ο πληθυσμός στην περιοχή. Περί το 5.000 π.κ.χ. μετακινήθηκαν μερικές ομάδες από άγονες ορεινές περιοχές με σημαντικές βροχοπτώσεις, σε παρακείμενες πεδινές περιοχές, γόνιμες μεν αλλά με λιγότερες βροχοπτώσεις. Για να καλύψουν αυτές οι ομάδες τις ανάγκες διατροφής τους, άρχισαν να αξιοποιούν το νερό των ποταμών για αρδευτικούς σκοπούς. Στη Μέση Ανατολή ήταν εκείνη την εποχή γνωστά, εκτός από τα δημητριακά και τα όσπρια, επίσης οι ελιές, οι αχλαδιές, οι αμυγδαλιές και οι συκιές. Για τη στέγαση των ομάδων της περιοχής κατασκευάζονταν στρογγυλές καλύβες, οι οποίες δεν ήταν ιδιαίτερα σταθερές. Αυτό δεν ενοχλούσε όμως πολύ, γιατί κάθε ομάδα παρέμενε στην ίδια περιοχή 5-8 χρόνια. Με αυξανόμενο χρόνο διαμονής σε μια περιοχή γινόντουσαν οι καλύβες όλο και πιο σταθερές, συχνά ορθογώνιες για εξοικονόμηση χώρου, σταδιακά με χρήση ξύλου και λάσπης ή πηλού, μερικές φορές με ενσωματωμένες ενισχύσεις από κλαδιά δέντρων. Σε ευρεία χρήση ως οικοδομικά υλικά ήταν επίσης πέτρες που βρίσκονταν στην περιοχή ή πλίθρες που είχαν διαμορφωθεί από λάσπη και είχαν στεγνώσει (ψηθεί) στον ήλιο. Γύρω από τους οικισμούς άρχισαν να υψώνονται τείχη από πέτρες ή λάσπη για ομαδική προστασία. Για την καλλιέργεια της Γης χρησιμοποιούν οι γεωργοί της εποχής εργαλεία από πέτρα και ξύλο, όπως τσάπες, αξίνες, φτυάρια και αλέτρια.  Έχουν βρεθεί εργαλεία με ξύλινες λαβές και πέτρινη αιχμή ή πέτρινο μαχαίρι στην άκρη. Για τη μεταφορά νερού κατασκευάζονται ασκοί από δέρμα ζώων. Για την επεξεργασία των σιτηρών χρησιμοποιείται μια σκληρή πέτρα που τρίβεται πάνω σε μια ίδια σκληρή βάση. Το αλεύρι ανακατεύεται με νερό ή λάδι και το ζυμάρι ψήνεται σε φούρνους. Για τη διατήρηση των σπόρων χρησιμοποιούνται δοχεία από δέρμα ζώων ή από κεραμικά υλικά. Τα κεραμικά δοχεία διαμορφώνονται με το χέρι και ψήνονται σε κλιβάνους. Αργότερα άρχισε η διακόσμηση και ζωγράφιση των επιφανειών τους.
Οι τρίχες από τις κατσίκες και το μαλλί των προβάτων τεντώνεται με τη χρήση ξύλινων ράβδων. Με τον ίδιο τρόπο γνέθεται το λινάρι για τη δημιουργία λινών υφασμάτων. Τα νήματα χρωματίζονται με διάφορες φυσικές μπογιές και υφαίνονται με πρωτόγονους αργαλειούς σε υφάσματα. Τα κατακόρυφα νήματα (στημόνια) τεντώνονται με πέτρες που είναι δεμένες στα άκρα τους και ανάμεσά τους περνιέται με μια κοκκάλινη βελόνα το υφάδι (κρόκη).
Ένα παράδειγμα οικισμού αυτής της περιόδου αποτελεί η Ιεριχώ, ίσως η αρχαιότερη «πόλη» της ιστορίας, αν και πρόκειται περισσότερο για ένα κατοικημένο φρούριο. Ο οικισμός αυτός πρέπει να ιδρύθηκε περί το 8000 π.κ.χ. σε μια όαση και έκτοτε κατοικείτο διαρκώς, με τη δημιουργία μεγάλου αριθμού επάλληλων πόλεων. Η πρώτη μορφή του οικισμού περιελάμβανε κυκλικά και ελλειψοειδή σπίτια από πλίθρες. Μεταγενέστερα κτήρια ήταν ορθογώνια με περισσότερα από ένα δωμάτια. Μερικά κτήρια προορίζονταν για θρησκευτικές τελετές. Γύρω από τον οικισμό υπήρχε πέτρινο τείχος με κυκλικούς πύργους. Η απασχόληση των κατοίκων της Ιεριχούς ήταν αγροτική και κτηνοτροφική. Αρχικά δεν φαίνεται να κατασκευάζονταν υφάσματα και δεν υπήρχε κατανομή εργασίας, εκτός από αυτό που επέβαλε η φύση του κάθε ανθρώπου.
Στα τέλη του 20ου αιώνα εντοπίστηκαν ερείπια οικισμού της ίδιας περίπου εποχής με την Ιεριχώ, στη σημερινή θέση Μαρουλάς της Κύθνου. Ο προϊστορικός αυτός οικισμός φαίνεται να είναι η μόνη έως τώρα θέση του Αιγαίου με κτιστά οικιστικά κατάλοιπα, μαζί με τις ταφές, τα «λείψανα» τροφής, τα λίθινα εργαλεία από πυριτόλιθο, οψιανό και χαλαζία. Ο οικισμός ανάγεται σε μία ακεραμική περίοδο και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, μάλλον πρόκειται για μία εγκατάσταση ψαράδων στο νησιώτικο χώρο του Αιγαίου, η οποία καταστράφηκε λόγω της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης. Ένα ανθρώπινο οστό που βρέθηκε στην ίδια περιοχή χρονολογείται από το 7.500 π.κ.χ. Είναι χαρακτηριστική η αφθονία οψιανού στα ευρήματα - το 15,5% του συνολικού λίθινου υλικού - κάτι που σημαίνει ότι υπήρχε σύνδεση της Κύθνου με τη Μήλο, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 70-80 χιλιομέτρων. 'Αλλα χαρακτηριστικά των λίθινων ευρημάτων είναι ότι πολλά από αυτά έχουν υποστεί επανεπεξεργασία από νεότερους πληθυσμούς, επειδή άλλαζε η «τεχνολογία» της εποχής.

Τα κτήρια στον Μαρουλά είναι κυκλικά και ελλειψοειδή, έχουν όμως καταστραφεί ή διαβρωθεί εν μέρει από τη θάλασσα. Τα θεμέλια έχουν διάμετρο 3,2-3,45m με δάπεδα από μεγάλες και μικρές πλάκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο των καλυβιών δεύτερο πλακόστρωτο και ταφές με τους νεκρούς σε συνεπτυγμένη στάση. Τα υπολείμματα τροφής που βρέθηκαν περιλαμβάνουν χιλιάδες χερσαία σαλιγκάρια, θαλάσσιες πεταλίδες και οστά ψαριών, ανάμεσά τους κι ενός τόνου, καθώς επίσης οστά μικρών ζώων και πτηνών. Μεταγενέστερες της Ιεριχούς και του Μαρουλά είναι οι οικισμοί Χοιροκοιτία,  κοντά στη σημερινή Λάρνακα της Κύπρου, η Catal Hοyuk  στην κεντρική Μικρά Ασία και η Nevali Cori στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, οι οποίες δημιουργήθηκαν στο διάστημα 7.500 μέχρι 6.000 π.κ.χ. Πριν από το 6.000 π.κ.χ. δημιουργήθηκαν στον ελλαδικό χώρο οικισμοί κοντά στη σημερινή Νέα Νικομήδεια (Μακεδονία) και στο Σέσκλο της Θεσσαλίας. Περί το 5.000 π.κ.χ. η Χοιροκοιτία είχε τον ίδιο πληθυσμό με την παλαιστινιακή Ιεριχώ. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας εξέτρεφαν πρόβατα, κατσίκες και χοίρους. Επίσης καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, φακές και μπιζέλια.
Εκτός από αγροτικές και κτηνοτροφικές, απασχολούνταν οι κάτοικοι αυτών των οικισμών και με εμπορικές εργασίες. Προϊόντα εμπορίου ήταν αγαλματίδια και χρηστικά είδη από χαλκό, μόλυβδο και ηφαιστειακή λάβα. Τα σπίτια ήταν θολωτά με μία οπή στην κορυφή για φωτισμό και εξαερισμό. Οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας έθαβαν τους νεκρούς σε στενούς τάφους κοντά στα σπίτια.  δεν υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι ήταν γνωστή η λατρεία κάποιας μορφής θεών. Η μέση διάρκεια ζωής εκείνη την εποχή δεν ήταν πάνω από 22 έτη, κάτι που δεν άλλαξε για αιώνες και χιλιετίες, λόγω της μεγάλης παιδικής θνησιμότητας, της ελλιπούς υγιεινής, της ανεπαρκούς διατροφής και των επιδημιών. Οι άνδρες έφταναν σε ηλικίες μέχρι 35 ετών, οι γυναίκες λίγο χαμηλότερα. Λόγω αυτής της σύντομης διάρκειας ζωής δεν υπήρχαν αξιόλογα χρονικά περιθώρια για να αποκτηθεί εμπειρία που θα διοχετευόταν σε βελτιώσεις εργαλείων και μεθόδων. Για κάθε αλλαγή απαιτείτο χρονικό διάστημα αιώνων και χιλιετιών!